Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι  
Ο ΧΑΡΙΛΑΟΣ
Στο δρόμο για την αρχαία εκκλησιά της Παναγίας της Χρυσελαιούσης λίγα μέτρα πριν την μικρή πλατεία, ήταν το μικρό καφενείο του Κωνστάντινου, μια μικρή ψηλοτάβανη κάμαρη που την σκέπαζε μια χωμάτινη ταράτσα με τα κανιά που συγκρατούσαν τα χώματα σαπισμένα, πέφτοντας κάθε τόσο από ανάμεσα τους με πάταγο στο χωμάτινο δάπεδο κάποιος χωμάτινος σβόλος, ενώ τα σφαλάγγια είχαν φτιάξει τις φωλιές τους στις γωνιές που σχημάτιζαν τα Βολίκια. Ήταν ένας μικρός καφενές, μια μακρουλλή κάμαρη με τους τοίχους παχιά ασβεστωμένους, που πάνω τους κρέμονταν μεγάλες φωτογραφίας ηρώων του ΄21. Είχε μέσα πέντε τραπέζια όλα κι όλα, ενώ έξω η αυλή ήταν κατάφυτη από μοσχομύριστες ψιντρές βασιλιτσιές.
Ο μισταρκός ο Χαρίλαος ήταν κοντά στην ηλικία των είκοσι, και ήταν διορισμένος από τον μάστρο του υπεύθυνος να ψήνει τους καφέδες και να διαχειρίζεται το καφενείο, αφού ο ίδιος ήταν χασάπης, ένα επάγγελμα που δεν του άφηνε χρόνο να κάνει τον καφετζιή. Σαν καφετζιής ο Χαρίλαος είχε πάρει το επάγγελμα πολύ στα σοβαρά, και όλη τη μέρα από το μπρόεμα ως ενωρίς το βράδυ, την άβγαζε μέσα στο καφενείο αραχτός και άνετος, μέ πελάτες ή μόνος του.
Στα χρόνια του ενώ όλοι οι συγχωριανοί του ήταν παντρεμένοι, αυτός δεν ήταν, γιατι εκείνους τους καιρούς ήταν πολύ δύσκολη απόφαση ποιόν θα έβαζαν σώγαμπρο στα σπίτια τους οι νοικοκυραίοι. Τους διάλεγαν έχοντας για κριτήριο την προκοπή και την εργατικότητα.
Ο Χαρίλαος ήταν άνθρωπος κεβεζές και χωρατατζής, είχε μια δόση ανεμελιάς και μερικοί νόμιζαν ότι είχε και κάποια δόση τρέλας, αλλά οι σοφότεροι καταλάβαιναν ότι ήταν πονηρός και η συμπεριφορά του ήταν προσποιητή γιατί έτσι τον αγαπούσαν οι άνθρωποι και κυρίως τα παιδιά που τον ακολουθούσαν. Εξορμούσαν μαζι του τα καλοκαιρινά βράδια στα ποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξ ορμώντας σε πυροφάνια και παραγάδια. Όλοι σαν νεαροί ήθελαν την παρέα του, και όλοι είχαν ένα θάρρος να αστειεύονται μαζί του και να τον πειράζουν. Αυτός δεχόταν τα πειράγματα τους, και από πάνω τους παρότρυνε να συνεχίζουν.
Έκανε παρέα μαζί τους και τους έλεγε θαυμάσιες ιστορίες. Τους έξαπτε την φαντασία οδηγώντας τη σκέψη τους σε τόπους γεμάτους θαυμαστές περιπέτειες με τους ίδιους πρωταγωνιστές και νικητές .
Περνούσαν αμφότεροι καλά, αλλά αυτός πιο καλά, γιατι όλη την ευχαρίστηση τους την εξαργύρωνε προς όφελος του. Σε κάθε ραντεβού τους τα βράδια μετά που έκλειναν τα καφενεία από νωρίς, ροβολούσαν για τα περβόλια και τη θάλασσα όπου εκεί συναντιόνταν για να σπάσουν τη μονοτονία της βαριεστημένης καθημερινότητας τους με κουβέντα, χωραττά και αστεία και καταστρώνοντας σχέδια και δράσεις, αλλά πάντα όλοι έχοντας στη τσέπη τους ένα φίλεμα για τον Χαρίλαο. Ένας κάποιο αυγό, άλλος ένα κομμάτι χαλούμι, κάποιος ένα καρβέλι ψωμί, καθώς και άλλα «πάνω-κάτω» που έπαιρναν κρυφά από το σπίτι τους.
Ο Χαρίλαος όμως προτιμούσε τα τσιγάρα που του έφερναν παροτρύνοντας όσους οι γονείς τους είχαν χρήματα και αγόραζαν ολόκληρο πακέτο καθώς εκείνους τους φτωχούς καιρούς ο κάθε χωρικός αγόραζε ένα-ένα τα τσιγάρα τα απογεύματα στο καφενείο μαζί με τον καφέ τους.
Μ αυτό τον τρόπο η ζωή του κυλούσε ευχάριστα, η δουλειά του ως καφετζιής του εξασφάλιζε έστω με το ζόρι τον επιούσιο, που μαζι με τα καλούδια των μικρών του φίλων του επέτρεπαν να περνά ζωή χαρισάμενη, έχοντας τόσα καλά που εκείνες τις εποχές κάποιος μπορούσε να επιθυμήσει. 
Ο Χαρίλαος ήταν καλός αφηγητής ιστοριών, και φρόντιζε όσες άκουγε να τις πλάθει με προσοχή, προσθέτοντας δικά του λόγια παράδοξα και τρομακτικά όσα μπορούσε, που τις εξιστορούσε στους μικρούς του φίλους τα βράδια κάτω από τις ψηλές τρεμιθιές, ή στην άκρη της θάλασσας με το αεράκι να τους δροσίζει και τη βουή της θάλασσας να δίδει σασπένς στις συνήθεις ιστορίες τρόμου που κατασκεύαζε ως σπουδαίος ιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Πολλοί σήμερα ακόμα ενθυμούνται τις ιστορίες και λένε ότι από αυτές πολλά γνώρισαν και έμαθαν, αφού περιέκλειαν φαντασία και αλήθειες καλά δεμένες και ειπωμένες, με τα διδάγματα τους να είναι συμπεράσματα των παθημάτων των κακών και των καλών, των πλουσίων και των φτωχών, των αδυνάτων και των δυνατών πρωταγωνιστών των ιστοριών που κατέληγαν με λόγια παραδειγματικά και διδακτικά προς συμμόρφωση και αποφυγήν κακοτοπιών και ατοπημάτων.

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΠΑΧΗΣ
Ο Καλαπάχης καταγόταν από το χωριό της Τίμης αλλά παντρεύτηκε από νεαρή ηλικία στη Χλώρακα όπου δημιούργησε οικογένεια και έζησε μέχρι το θάνατο του. Εκείνα τα χρόνια η κοινότητα της Χλώρακας ήταν ένα μικρό χωριό που όλοι οι κάτοικοι μεταξύ τους είχαν συγγένεια, γι αυτό τα συνοικέσια και τα παντρολογήματα γίνονταν μεταξύ νέων από τα γειτονικά χωριά. Συνήθως ξενιτεύονταν από τα χωριά οι αρσενικοί, διότι συνηθιζόταν όπως και σήμερα σε μεγάλο βαθμό, την ακίνητη περιουσία οι γονείς να την κληροδοτούν στις κόρες. Έτσι και σ αυτή την περίπτωση, τον Καλαπάχη τον παντρολόγησαν στη Χλώρακα. Το παρατσούκλι του ήταν  σύνθετο και προερχόταν από τις λέξεις καλά και παχής. Ήταν καλοφαγάς και από τις καλοφαγίες που έτρωγε ήταν παχουλός, εξ και το όνομα του.
Συνήθιζε μετά τη σχόλη από τη σκληρή εργασία να επισκέπτεται το καφενείο που δούλευε ο Χαρίλαος που όλη μέρα καθόταν στον καφενέ μη έχοντας άλλη εργασία από το να ψήνει στο τσιάκκι τους λιγοστούς καφέδες για τους λιγοστούς πελάτες που σύχναζαν στο μικρό καφενεδάκι. Όντας και αυτός καλοφαγάς, κάθονταν παρέα κάποτε μόνοι, κάποτε με άλλους, και περνούσαν καλά τρώγοντας και πίνοντας τα δειλινά έξω στην αυλή, κάτω από μια θεόρατη τρεμιθιά ηλικίας πολλών εκατοντάδων χρονών, που μέχρι σήμερα στέκει ακόμα εκεί αγέρωχη και μεγαλόπρεπη, αγναντεύοντας τον ορίζοντα της θάλασσας στην κάτω μεριά του χωριού. 
Η φτώχεια όμως ήταν μεγάλη και αβάσταχτη, γι αυτό σαν καλοφαγάς που ήταν ο Χαρίλαος, δεν ανεχόταν να πινει ξεροσφύρι, γι αυτό απόχτησε μια συνήθεια, τις νύχτες να επισκέπτεται τους γουμάες των χωριανών και να αρπάζει κανένα κοτόπουλο που το καθάριζε και το μαγείρευε μόνος στα κρυφά στο καφενείο, για να μην τον πάρει κανένας χαπάρι. Ο μόνος που ήξερε το μυστικό του ήταν ο φίλος του που για να τον προστατεύσει, τον συμβούλευε συνέχεια να σταματήσει γιατι αν τον έπιαναν οι Εγγλέζοι θα τον τιμωρούσαν σκληρά, αφόσον εκείνους τους δύσκολους καιρούς ένεκα της μεγάλης φτώχειας, η κλεψιά θεωρείτο μεγάλο αδίκημα. Ο Χαρίλαος όμως τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.
Ο Καλαπάχης όμως ήταν παθών από παρόμοια περίπτωση και είχε τιμωρηθεί αυστηρά από την Αγγλική δικαιοσύνη, γι αυτό δεν ήθελε τα ίδια να πάθει ο φίλος του. Για να τον συνετίσει λοιπόν, του διηγήθηκε την μικρή δική του ιστορία ελπίζοντας να τον πείσει να σταματήσει πλέον να κλέβει τις όρνιθες του χωριού με κίνδυνο κάποια στιγμή να τιμωρηθεί.

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Ο Καλαπάχης στα νεαρά του χρόνια στη φτοχωγειτονιά της μακρινής Τίμης που γεννήθηκε και αναγιώθηκε, πέρασε δύσκολα χρόνια μεγάλης φτώχιας, γιατι οι γονείς του ήσαν φτωχοί και άκληροι. Πολλές ήταν οι φορές που δεν υπήρχε στο σπίτι φαγητό, και πάρα πολλές όσες φορές που οι γονείς του ήσαν στεναχωρημένοι γιατι δεν έβρισκαν δουλειά να θρέψουν τα παιδιά τους.
Μέσα σ αυτή τη μιζέρια ο Καλαμπάχης σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν μεγάλη αμαρτία αν κάποτε άρπαζε καμιά όρνιθα από το διπλανό γουμά του παπά της κοινότητας. Είχε ένα τεράστιο τόπο ττελιασμενο, όπου μέσα υπήρχαν δεκάδες παχουλές όρνιθες, οι οποίες κάθε μέρα έβοσκαν στο μεγάλο περβόλι που ήταν συνέχεια του γουμά. Το είχε φυτεμένο με όλα τα καλά, και οι καρποί κρέμμονταν λαχταριστοί από τα κλωνιά. Έβλεπε λοιπόν, πως ο παπάς είχε υπέρ του δέοντος τροφή για να θρέψει τα παιδιά του, ώστε σκέφτηκε, θα ήταν χειρότερη αμαρτία σαν μικρό παιδί να πεινά, παρά σαν μικρό παιδί να κλέβει απλά για να χορτάσει. Έτσι κάθε τόσο καιρό, βουτούσε μια όρνιθα, και την μαγείρευε και την έτρωγε, και την ευχαριστιόταν. Από πάνω όμως, είχε πολλή εκτίμηση και σεβασμό στον παπά, γιατι μέσα στην καρδιά του είχε τύψεις που έκλεβε τον άγιο άνθρωπο του Θεού.
Όταν πέρασαν τα χρόνια και ηρθε ο καιρός έφηβος πλέον να χαρτωθεί την όμορφη κοπέλα που του προξένεψαν στη Χλώρακα, σκέφτηκε πριν να μετοικίσει στους ξένους τόπους, ότι έπρεπε να απολογηθεί στον παπά και να ομολογήσει την αμαρτία του. Ήξερε ότι η εξομολόγηση ήταν μεταξύ του αμαρτωλού και του παπά, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα και φονικό ακόμα αν ήταν, να ομολογήσει την εξομολόγηση σε άλλον εξ όν από το Θεό. Πήγε λοιπόν και βρήκε τον ιερέα και ζήτησε να εξομολογηθεί πριν αναχωρήσει από το χωριό. Γονάτισε και μες την εκκλησιά ενώπιον μόνο του Θεού και του εξομολογητή, εξομολογήθηκε τις αμαρτίες που έκαμε, και είπε στον σεβαστό παπά να μην ανησυχεί πλέον, ούτε να χολοσκά να ψάχνει να βρει τον κλέφτη των ορνίθων.
Ήταν η τελευταια δουλειά που έκαμε στο χωριό του, και ύστερα ευχαριστημένος κίνησε στα ξένα μέρη. Νιώθοντας ανακούφιση από την εξομολόγηση του, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή, να γνωρίσει καινούργιους τόπους και ανθρώπους. Τα πεθερικά του παραχώρησαν μια γωνιά στο ασιερονάρι να κοιμάται, ώσπου να τον παντρέψουν και να του επιτρέψουν να κοιμάται σε καινούργιο σπιτικό με τη σύζυγο του.  
Μόλις πρόλαβε να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα, και με το ξημέρωμα ήρθαν οι Εγγλέζοι επικουρικοί και τον πήραν. Του έβαλαν χειροπέδες, τον φόρτωσαν σε ένα τζιπ, και έφυγαν.
Τι είχε συμβεί;
Μπορεί ο Θεός να συγχώρησε τον Καλαμπάχη που έκλεβε τες όρνιθες, ο παπάς όμως δεν τον συγχώρησε. Πήγε στην αστυνομία και κατά παράβαση κάθε ηθικής, τον κατήγγειλε ως κλέφτη κατά συρροή.
Τον δίκασαν λοιπόν οι Εγγλέζοι, και τον βρήκαν ένοχο. Τον καταδίκασαν αυστηρά, και τον έκλεισαν για δυο μήνες στη φυλακή ως τιμωρία, θέλοντας έτσι να δώσουν παράδειγμα στους όσους άλλους επίδοξους κλέφτες.
Εξέτισε την ποινή του, και ευτυχώς τα πεθερικά του δεν θεώρησαν τη φυλάκιση του αιτία για να διαλύσουν τους αρραβώνες, οπότε επέστρεψε πίσω στη χαρτωμένη του. Από τότες όμως, δεν ξαναπήγε εκκλησιά, και μισούσε όλους τους παπάδες. Ακόμα και για να στεφανωθεί, με πολλή δυσκολία καταδέχτηκε να σταθεί ενώπιον του παπά έστω και αν ήταν άλλος από εκείνον τον μιερό που αμάρτησε προδίδοντας το λειτούργημα του ιερού μυστηρίου της εξομολόγησης.

ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Ο Καλαμπάχης λέγοντας την πικρή  του ιστορία στο Χαρίλαο πρόσθεσε και αρκετές νουθεσίες, θέλοντας να τον πείσει να μην διακινδυνεύει την ελευθερία του και την υπόληψη του για λίγες όρνιθες, διότι στο τέλος αργά ή γρήγορα κανείς δεν γλίτωνε από το χέρι του νόμου, και κάποια μέρα θα πιανόταν στα πράσα. Ήξερε ότι ο Χαρίλαος είχε λοιμπίσει να επισκέπτεται ένα ξαπώλητο χωράφι όπου μέσα έβοσκαν όρνιθες της γειτονιάς, και να αρπάζει ένα δυο τη κάθε φορά. Ήταν ένα χωράφι που ο κάτοχος του ήταν ξενιτεμένος μακριά, και το είχε παρατημένο και παραμελημένο. Ήταν γεμάτο με άγρια βλάστηση και οι όρνιθες από το διπλανό γουμά πατάσσονταν από τα ττέλια για να βοσκήσουν.  Η γερόντισσα Ευτυχού αναγκαζόταν να πεϊκλώνει τα πόδια τους για να μην μπορούν να πετάσσονται και μερικές να χάνονται, αλλά μάταια. Αυτές συνέχιζαν να βρίσκουν τρόπο να πηγαίνουν στο διπλανό χωράφι να βόσκουν, με αποτέλεσμα κάποιες να εξαφανίζονται. Ήταν γριά και ανήμπορη να παραφυλάξει να πιάσει τον κλεφτή, εξάλλου ο Χαρίλαος ήταν πολύ καπάτσος επί του έργου του.
Όμως όπως ξέρουμε ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, η Ευτυχού πληροφορήθηκε από καλοθελητές γειτόνους ότι ο Χαρίλαος που κατοικούσε πιο παρέκει από το σπίτι της, κάθε Κυριακή απόγευμα για να πάει να ανοίξει το καφενείο στο οποίο δούλευε, περνούσε από το ξαπώλητο χωράφι και άρπαζε μια όρνιθα. Την έσφαζε, την καθάριζε, την μαγείρευε και έκανε ένα καλό τσιμπούσι κάθε φορά, της είχαν πεί.
Αποφασισμένη να τελειώσει αυτή την ιστορία, ειδοποίησε την αστυνομία μυνώντας τους ότι αν τον επισκέπτονταν Κυριακή απόγευμα στο καφενείο, θα τον συνελάμβαναν επ αυτοφώρω.
Ο Χαρίλαος μεσα στο τσιάκκι είχε τελειώσει το ξιφτέρισμα της τροφαντής όρνιθας και ετοιμαζόταν με το μυτερό του τσιακκί να τη σκίσει και να τη καθαρίσει από τα εντόσθια. Ήταν μόνος στο καφενείο και βιαστικά προσπαθούσε να τελειώσει το καθάρισμα και να τη βάλει να ψηθεί στη κατσαρόλα που μισογεμάτη με νερό, έβραζε στη φωτιά. Ήθελε να τελειώσει γιατι ήρθε το σούρουπο και οι πελάτες θα άρχιζαν σιγά να καταφθάνουν. Η φωτιά κάτω από την άμμο στο κουγιούμι έβραζε όσο έπρεπε, έτοιμη να δεχτεί το μπρίκι με τον καφέ.
Το νερό μέσα στον μισογεμάτο κάδο σιγόβραζε κι αυτό. Ειχε πάντα μισοάδειο το κουγιούμι για να μπορεί να το πιντώνει όταν ζεσταινόταν πολύ, γιατι ο καφές για να ψηθεί καλά, χρειαζόταν χλιαρό νερό. Είχε ένα μεγάλο στούπωμα στο πάνω μέρος που το άνοιγε και έριχνε μέσα το νερό.
Σχεδόν είχε τελειώσει, αλλά ο νους του ήταν πάντα έξω στο δρόμο παρακολουθώντας να μην πιαστεί στα πράσα να μαγειρεύει τη ξένη όρνιθα από κάποιον που δεν έπρεπε και τον μαρτυρήσει. Έτσι κάθε τόσο έβγαινε στην αυλή και έριχνε μια ματιά στο βάθος του δρόμου παρακολουθώντας μην ερχόταν κάποιος ή κάποιο λαντρόβερ της αστυνομίας. Είχε πάντα το νου του, διότι ήξερε ότι στις πολλές φορές, σίγουρα κάποια φορά η αστυνομία θα τον επισκεπτόταν.
Εκείνη τη μέρα λοιπόν λίγο πριν τελειώσει με την όρνιθα, βγηκε έξω στη στράτα να ρίξει μια ματιά. Ήταν ερημος από κόσμο, κανεις δεν περπατούσε, αλλα μακριά στο βάθος του,  είδε να έρχεται ένα Αστυνομικό περιπολικό. Σκέφτηκε ότι ίσως να μην ήταν για λόγου του, αλλά δεν θα το άφηνε στην τύχη. Μπήκε μέσα λοιπόν στο τσιάκκι, και παίρνοντας την όρνιθα την έβαλε με το ζόρι μέσα στο στενό λαιμό του κουγιουμιού και την έσπρωξε μέσα στο νερό για τους καφέδες. Έβαλε και το στούπωμα, και με το πάσο του έκανε να βγει στην αυλή.
Δεν πρόλαβε όμως, μπούκαραν οι αστυνομικοί και τον έστησαν στον τοίχο. Ένας τον πρόσεχε, και οι άλλοι έψαξαν με πολλή προσοχή να βρουν την όρνιθα που είχε κλέψει. Ήταν σίγουροι γι αυτό, οι πληροφορίες τους ήταν ασφαλείς. Με άγριο τρόπο τον είχαν ακινητοποιημένο και με μανία έψαχναν. Έψαχναν και όλο έψαχναν, αλλά τίποτα δεν έβρισκαν. Εκνευρισμένοι στο τέλος σταμάτησαν την έρευνα, και προσπάθησαν με φοβέρες να τον ανακρίνουν και να τον κάνουν να ομολογήσει.
Όμως ο Χαρίλαος δεν ανησυχούσε, γιατι ήξερε ότι κανείς ποτέ, δεν θα φανταζόταν ότι μέσα στο φουτσιάκκι θα σκεφτόταν να κρύψει μια όρνιθα.

ΟΙ ΜΙΛΛΩΜΕΝΟΙ ΚΑΦΕΔΕΣ
Ήταν ένα σχέδιο που κατέστρωσε και είχε κατά νου να εφαρμόσει σε περίπτωση εφόδου της αστυνομίας -καλή ώρα-, που το είχε σχεδιάσει ύστερα από πολλή σκέψη, γιατι όπως πίστευε κανείς μα κανείς δεν θα φανταζόταν μια τόσο έξυπνη κρυψώνα. Το κουγιούμι ήταν απλά ένα ντεποζιτάκι  γεμάτο νερό πάνω από την καυτή άμμο, με το οποίο ο καφετζής έψηνε τους καφέδες.
Ο καφές ψημένος στην άμμο έχει φήμη εκλεχτού ροφήματος, γιατι ψήνεται με τον παραδοσιακό τρόπο στο κουγιουμι. Αυτό επιτυγχάνεται γιατι ο καφές μέσα στο χάλκινο μπρίκι πάνω στη χόβολη με την άμμο που βράζει ψήνεται ομοιόμορφα και σε σταθερή θερμοκρασία, εξασφαλίζοντας έτσι μια ξεχωριστή ποιότητα.
Το κουγιούμι είναι ένα είδος νηστιάς κατασκευασμένο από γαλβανιζέ λαμαρίνα για να αποφεύγεται κατά το δυνατό το σκούριασμα της. Πάνω από τη φωτιά ενός ματιού που ανάβει με γκάζι, βρίσκεται η χόβολη με την άμμο όπου μέσα τοποθετείται το μπρίκι με τον καφέ. Πάνω από τη χόβολη υπάρχει ένα ντεποζιτάκι με νερό που ένεκα της καυτής άμμου σιγοβράζει. Από ένα μικρό κρουνό ο καφετζής γεμίζει το μπρίκι με νερό το οποίο πρεπει να είναι χλιαρό, γι αυτό υπάρχει ένα στούπωμα από το οποίο ο καφετζιής τροφοδοτεί με κρύο νερό, ώστε αυτό να παραμένει πάντα χλιαρό.     
Πριν μπουκάρουν οι Επικουρικοί αστυνομικοί στο καφενείο για έρευνα, ο Χαρίλαος πρόλαβε και έριξε μέσα στο κουγιούμι την όρνιθα που είχε έτοιμη να μαγειρέψει. Ήταν μια χώστρα που κανείς δεν θα σκεφτόταν, έτσι και οι Εγγλέζοι όσο κι αν έψαξαν δεν ανακάλυψαν τίποτα και έφυγαν άπραχτοι.
Ο λαιμός όμως στο κουγιουμι ήταν μικρός, και η όρνιθα δεν χωρούσε να βγει. Γι αυτό ο Χαρίλαος αποφάσισε να την αφήσει μέσα να βράσει ώσπου να καλοψηθεί για να ξιμασκαλίζεται, και ύστερα να την βγάλει κομμάτι με κομμάτι.
Τα νέα για την έρευνα από την αστυνομία διαδόθηκαν αμέσως σε όλο το χωριό, και οι κάτοικοι γεμάτοι περιέργεια κατέβηκαν στον καφενέ να μάθουν τι συμβαίνει. Ένας ένας κατέφθαναν και αφού κάθονταν, έδιναν την παραγγελιά τους. Οι καρέκλες όλες γέμισαν ασφυκτικά, και πολλοί έμειναν όρθιοι να πίνουν τον καφέ τους ακουμπισμένοι στους παραστατούς και στους τοίχους. Όλοι μιλούσαν και όλοι ρωτούσαν και έδειχναν μια μεγάλη ανυσηχία μήπως βρει τον μπελά του το καημένο το παραπαίδι, και έδειχναν όλοι να τον συμπονούν.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μαζεύτηκε όλο το χωριό και δεν προλάβαινε να φτιάχνει καφέδες. Παρόμοια κίνηση και τόσο μεγάλη είσπραξη μόνο κάθε Λαμπρή συνέβαινε, όταν όπως όριζε το έθιμο όλοι απο το χωριό και από μακριά, μαζεύονταν τα απογεύματα στην πλατέια για να παίξουν παραδοσιακά παιχνίδια και να ιδωθούν οι ξενιτεμένοι με τους ντόπιους.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι βλέποντας όλους να ανησυχούν για πάρτη του τάχατες, μέσα του γελούσε. Ηταν πενηνταήμερο και σε λίγες μέρες θα ερχόταν το Πάσχα. Ήξερε ότι όλοι οι χωριανοί νήστευαν για να μεταλάβουν, ενώ αυτός τους έφτιαχνε να πιούν καφέ μιλλωμένο, αφού μέσα στο κουγιούμι στο βραστό νερό σιγοψηνόταν η όρνιθα που έχωσε.
Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στο Χαρίλαο, γιατι μέσα του ένιωθε μια εφορία, είχαν τα πράγματα πάρει τη σειρά τους όπως αυτός τα είχε σχεδιάσει. Με το δίσκο στο χέρι μπαινοβγαίνοντας στο τσιάκι, περπατούσε και κάθε τόσο έριχνε μια ματιά στο φίλο του τον Καλαπάχη που καθόταν έξω στην αυλή, και στο συναπάντημα των βλεμμάτων τους και οι δυο μειδιούσαν ευχαριστημένοι. Ο Καλαπάχης έσουζε το κεφάλι του σε ένδειξη παραδοχής για το σιεϊττανίκκι του φίλου του. Έφερνε στο νου του τες πολλές νουθεσίες να είναι προσεχτικός που του έκανε, ενώ Χαρίλαος τον άκουγε και γελούσε λέγοντας του ότι δεν φοβόταν, γιατι είχε σχέδιο για τέτοια περίπτωση, πώς να γλιτώσει.
Ο παπάς του χωριού που καθόταν στην άλλη μεριά της αυλής τον ρώτησε πως μπορούσε να είναι ευδιάθετος ύστερα από την περιπέτεια που είχε, αλλά πριν προλάβει να του απαντήσει, δέχτηκε μια φιλοφρόνηση από τον επίτροπο της εκκλησιάς τον ΧατζιηΕυστάθιο που καθόταν μαζί με τον παπά.
-Σήμερα Χαρίλαε ο καφές σου είναι θεσπέσιος, έβαλες τίποτα μέσα;
Ο Χαρίλαος προτιμώντας να απαντήσει πρώτα στη φιλοφρόνηση του ΧατζιηΕυστάθιου, είπε,
-Μα όχι ΧατζιηΕυτάθιε, δεν έβαλα τίποτα μέσα. Ο καφές σήμερα είναι δικής μας εισαγωγής από τη Μέκκα, είναι ολόφρεσκος και τον αλέθουμε επί τόπου, απάντησε ο Χαρίλαος κάνοντας όλους τους θαμώνες να μείνουν ευχαριστημένοι για τον ολόφρεσκο καφέ που μπορούσαν να απολαμβάνουν και τον οποίο με τόση μαεστρία έψηνε ο μισταρκός του καφενέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου