ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ II
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΚΑΙ ΦΟΑΡΤΑΣ
Κάθε αυγή, μόλις ο πετεινός λαλούσε και πριν ο ήλιος χαράξει, ο Χαρίλαος έπαιρνε το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στο καφενείο του, και πριν αρχίσει να σκουπίζει και να καθαρίζει, άναβε το κουγιουμι να βράσει το νερό. Αφού τέλειωνε το συγύρισμα, έφτιαχνε ένα τσάι και με ένα παξιμάδι στο δίσκο, καθόταν έξω στη βεράντα μασουλώντας το τραγανό καθώς ήταν, και μαλακό βουτώντας το στο βραστό τσάι από σφακομηλιά. Άφηνε τη σκέψη του να γυρίσει και το νου του να ταξινομήσει ότι προηγουμένως άκαμε, και ότι επομένως θα έκαμνε. Ήθελε οι κινήσεις του να είναι μελετημένες ώστε να του επιφέρουν ή δυνατόν επιθυμητά και ωφέλημα αποτελέσματα.
Εκείνη τη μέρα αποφάσισε να μείνει αραχτός, χωρίς να εξορμήσει με τους μικρούς του φίλους. Είχε σκοπό να προσκαλέσει τους συνομήλικους φίλους του Καλαπάχη και Φοαρτά, μετά τη σχόλη να την αράξουν στην αυλή του καφενέ και να επιδοθούν σε μια ολονύχτια οινοποσία με υπέροχα μεζεδάκια από βραστές πατάτες και μια παχουλή όρνιθα που είχε σφαγμένη έτοιμη να την χογλάσει σε βραστό νερό. Θα έστρωναν ένα θαυμάσιο συμπόσιο, μια μικρή συνεστίαση με οινοποσία και ευχάριστη συζήτηση καθώς και με τραγούδια πατριωτικά και δίστιχα ερωτικά.
Ήταν καλοί του φίλοι που μαζί είχαν αδυναμία στο καλό φαί και στο στερκό κόκκινο κρασί, γι αυτό συχνά τα τιμούσαν αμφότερα με περισσήν κατάνυξη και ατελείωτη όρεξη.
Κάτω από την ψηλή τρεμιθιά έξω στην αυλή, είχαν σκοπό εκείνο το βράδυ που θα ερχόταν, να έστρωναν το παλιό ετοιμόρροπο τραπέζι που ήταν επί του σκοπού αυτού φυλάμενο σε μια γωνιά, και πάνω εκεί ως το επόμενο πρωί, να τους εύρισκε η αυγή αποκαμωμένους να ακουμπούν αποκοιμισμένοι από το πολλή πιοτό.
Κάτι τέτοιες συναθροίσεις τις συνήθιζαν κατά καιρούς, ήταν η καλύτερη τους διασκέδαση μετά το σκληρό κάματο στα σκληρά πέτρινα χωράφια που προσπαθούσαν ολημερίς και καθημερινώς να οργώσουν και να σπείρουν ή να καλλιεργήσουν. Μετά τον μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι κάτοικοι στην ύπαιθρο είχαν για ασχολία μόνη την καλλιέργεια της γης, όπου εργαζόμενοι σκληρά, την φύτευαν με καννάβια και παντζάρια, προϊόντα που ευδοκιμούσαν στα άγονα χωράφια της Χλώρακας.
Είναι πολύ μπρόεμα ακόμα, είπε ο Φοαρτας που καθόταν σ ένα τραπέζι μες το μικρό καφενεδάκι με παρέα τον Γιώρκο του Μαύρου, μετρώντας τον χρόνο της μέρας από τη σκιά της θεόρατης τρεμιθιάς μέσα στην αυλή.
Ο Φοαρτας ήταν ένας σπουδαίος μαστρος κτίστης της πέτρας που την πελεκούσε με περίσσια τεχνική κατασκευάζοντας πανέμορφα και μεγαλόπρεπα σπίτια για αυτούς που είχαν πολλά χρήματα. Τις μέρες εκείνες έχτιζε το κονάκι του τοκογλύφου της Χλώρακας του Χ΄Φίλιππου, ένα δίπατο μακρινάρι με μια τεράστια καμάρα Γοτθικού ρυθμού που είχε σκοπό ο ιδιοκτήτης να μετατρέψει σε μπακαλικο. Ήταν μια μεγάλη δουλειά, και ο Φοαρτας με περηφάνια εξηγούσε στο φίλο του και κατά πολύ νεότερο του Γιώρκο, την μεγάλη τέχνη που χρειαζόταν να εξασκήσει για να αποπερατώσει αυτό το μεγάλο σπίτι το οποίο θα ήταν η απαρχή της μεγάλης καριέρας του που θα ακολουθούσε. Έπιναν καφέ και παρατηρούσαν τον κόσμο που κέρναγε, και σχολίαζαν τον καθένα μη έχοντας τι άλλο να κάμουν.
Πρώτος πέρασε ο Γιώρκας ο Τελάλης με τον σιοιριάρη της επαρχίας, πηγαίνοντας να παζαρέψουν τα δεκατρία γουρούνια της λόττας της Ελεγγούς. Από την απέναντι στράτα φάνηκε ο Κρουζος να τραβά τον γάιδαρο του που ήταν ζεμένος με το στρατούρι και τη συρίζα, καθ οδόν για το χωράφι του κάτω στης ΑληΠατούς. Πέρασε μπροστά από την ταβέρνα του Φκωνη και έκλωσε τον δρόμο που οδηγούσε εκεί, ενώ μέσα στο βάθος του χωραφιού που ήταν χτισμένη η ταβέρνα, ο Φκωνης φαινόταν σκυφτός να περιποιείται ένα κατεβατί από κηπευτικά που είχε φυτέψει. Ήταν ζαρζαβατικά και οπωρικά που καλλιεργούσε μόνος του και τα πρόσφερε σαν μεζέδες στην ταβέρνα του τις νύχτες όταν οι καφενέδες σχόλναγαν και οι κρασοπότες μαζεύονταν στο δικό του μέρος για να φάνε και να πιούν.
Ο Γιώρκος του Μαύρου ήταν ένας νεαρός πολυ μικρότερος απο το Χαριλάο, που μάθαινε τέχνη στον μεγάλο πελεκάνο της κοινότητας, και περνώντας στο δρόμο για τη δουλειά του τον φώναξε ο μάστρε Φοαρτάς να τον κεράσει ένα ποτήρι γλυκό τριαντάφυλλο. Χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκε, αφού έτσι όριζαν οι κανόνες αβροφροσύνης, οι μικρότεροι να ακούνε στους μεγαλύτερους. Εξ άλλου ήταν θείος του, αφού παντρεύτηκε μια ξαδέρφη του πατέρα του την Γαλατού.
Καθόντουσαν λοιπόν και παρακολουθούσαν τον κόσμο που περνούσε, και ο Χαρίλαος με τον Φοαρτά, έκαναν σχόλια για τον καθένα γλυκά ή πικρά, ώσπου σε λίγο πέρασε η Γαλατού με την μάνα της Ερωφίλλη έχοντας ένα καναβάτσο παραμάσχαλα, και στο ερώτημα του άνδρα της για πού το έβαλαν, οι γυναίκες του απάντησαν πως πάνε στο κάτω Σκαλί να μαζέψουν τρεμίθια καλοτσάκκιστα για να τα αλαρμώσουν και να τα ξεράνουν στον ήλιο. Αυτός τους είπε να προσέχουν από τον κακό Τουρκόπουλο, και ακόμα, να μην ανεβούν πολύ ψηλά και πέσουν, και ύστερα γυρνώντας στον Χαρίλαο του βεβαίωσε πόσο καλός μεζές για το πιοτό είναι τα ξερά τρεμίθια.
Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό, όταν από το βάθος του στενού δρόμου φάνηκε η ψηλή σιλουετα του Τιυρκακούλλη του αυστηρού τουρκόπουλου, που μόλις τον είχε στο στόμα του ο Φοαρτας. Η βράκα του ήταν μακριά και η ζώστρα του πλατιά, ενώ το ζιμπούνι του ήταν ξεθωριασμένο από την πολλή έκθεση του στον ήλιο και την βαρυχειμωνιά. Πάνω στο κεφάλι του το μαντήλι ήταν σφιχτά δεμένο για να μαζεύει τον ιδρώτα του, ενώ οι δερμάτινες ποδίνες του χρειάζονταν επειγόντως ένα καλό βούρτσησμα.
ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΘΑΝΑΤΙΚΟ
Ο τουρκοπουλος ήταν η αρχή του χωριού ύστερα από τον μουχτάρη, γι αυτό ο Φοαρτάς τον κάλεσε να τον κεράσει ένα δροσερό ποτό.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο τουρκοπουλος καθώς ήταν μαθημένος όλοι να το κερνούν και να τον καλοκρατούν, δρασκέλισε το ανώφλι και κάθισε σε μια καρέκλα απλώνοντας ανοιγμένα τα πόδια του και δίνοντας το μεγάλο του ραβδί στον νεαρό Γιώρκο να το βαστά. Αποτελούσε την εξουσία και το ένιωθε, και το έδειχνε με την συμπεριφορά του, και το θεωρούσε δεδομένο και φυσικό όλοι να τον υπολογίζουν θέλοντας να τον έχουν με το μέρος τους.
Ο Χαρίλαος που ήταν μέσα στο τσιάκκι και καθάριζε την όρνιθα που είχε αγοράσει καθώς τους είπε, αλλά ήταν γνωστό τοις πάσι από που την προμηθεύτηκε, βγάζοντας επιδεικτικά κάθε τόσο ένα επιφώνημα για τον ωραίο μεζέ που θα απολάμβαναν με το πέσιμο του ήλιου, ίσως θέλοντας να περιγελασει τον υψηλό πελάτη του, σταμάτησε το ξιφτέρισμα και βγήκε έξω να πάρει την καινούργια παραγγελιά.
Ο Τσιυρκακούλης παράγγειλε ένα βαρύ γλυκό καλοψημένο καφέ, και ο Χαρίλαος αφού τον έψησε και του τον σέρβιρε, έκατσε μαζί τους κι αρχίνησαν ψιλή κουβέντα.
Η ώρα πέρασε, ήρθε το μεσομέρι, αποφάνθηκε παρακολουθώντας τον ίσκιο της τρεμιθιάς ο νεαρός Γιώρκος που ακούωντας τους με πολλή ενδιαφέρον να συνομιλούν, θέλησε κι αυτός να μπει στην κουβέντα τους.
Είχε απόλυτο δίκαιο ο νεαρός αποφάνθηκε επίσης ο τουρκόπουλος, και αποφάσισε πως ήταν ώρα να φύγει, όταν άξαφνου από την άλλη μεριά του δρόμου ακούστηκαν φωνές και μεγάλη αναταραχή, ενώ ένα παιδί με κοντά παντελόνια τρεχάτο ήρθε στο καφενείο του Χαρίλαου αναστατωμένο και φοβιτσιασμένο, που με τρεμάμενη φωνή ανήγγειλε το κακό μαντάτο.
Ήταν ηλιόλουστη η μέρα, ήταν καταμεσήμερο και ο ήλιος έκαιγε, ενώ από τη θάλασσα φαινόταν μια αραιή άχνη να αναδύεται και να γεμίζει τον ουρανό, ένα πούσι προερχόμενο από την καυτή αύρα που ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Ήταν μια μέρα γεμάτη σκόνη, μια κακή μέρα που έμελλε να φέρει ένα μεγάλο κακό στο χωριό, να φέρει το θάνατο. Μια νέα νιόπαντρη γυναίκα η Γαλατού που ακόμα δεν είχε κλείσει τα είκοσι, και δεν είχε περιχαρεί τη νιότη της και τον άνδρα της, έμελλε να σκοτωθεί, να πέσει να πεθάνει και να φέρει μια μαυρίλα να σκεπάσει ολόκληρο το χωριό.
Πριν λίγη ώρα πέρασε με τη μάνα της από το καφενείο του Χαρίλαου, και ευγενικές από φυσικού τους καθώς ήταν, χαιρέτησαν τους θαμώνες, και ο Φοαρτάς που τις ρώτησε που πήγαιναν, ένιωσε περηφάνια για την όμορφη σύζυγο του την Γαλατού που του απάντησε ταπεινά με σκυφτό κεφάλι εις ένδειξη σεβασμού, πως πήγαιναν να συνάξουν τρεμίθια να του τα φτιάξουν ξερά στον ήλιο για το χειμώνα…
Και τώρα τι; Απύθμενο κενό στη ψυχή του, η χαρά μετατράπηκε σε λύπη και η ζωή σε θάνατο. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και το μυαλό αφήνιασε, μη θέλοντας να συνειδητοποιήσει τα μαύρα μαντάτα. Οι σκέψεις του γύριζαν ιλιγγιωδώς αρνούμενες το θάνατο, αρνούμενες να σταματήσουν στο κακό γεγονός, θέλοντας υποσυνείδητα να αρνηθούν το κακό χαπάρι.
Δεν είχε πού καιρό που την παντρεύτηκε, και εκείνη τη μέρα άμαθε πως ήταν εγκαστρωμένη. Του το φανέρωσε γεμάτη ευτυχία, και η ευτυχία τον πλυμμηρισε κι αυτόν, και ένιωσε τη ζωή του πλήρη, ένιωσε ότι κατείχε ότι είχε επιθυμήσει. Είχε όμορφη γυναίκα και προκομμένη που θα του γεννούσε ένα παιδί, έναν απόγονο που θα έφερνε το όνομα του και θα του διαιώνιζε το σόι. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, μόλις έκλεισε και μια μεγάλη δουλειά, να κτίσει το μεγάλο σπίτι του πλούσιου τοκογλύφου του χωριού, μια καλή εργασία που θα του επέφερε αρκετά χρήματα. Σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν, και έλεγε στο Χαρίλαο πόσο ικανοποιημένος ήταν. Του είπε ακόμα ότι το ζιαφέτι εκείνης της μέρας θα το πλήρωνε αυτός, θέλοντας να γιορτάσει μαζί με φίλους τα χαρμόσυνα γεγονότα που του είχαν συμβεί.
Ο Χαρίλαος έτριβε τα χέρια του και ήταν πολύ ευχαριστημένος ξέροντας ότι θα έτρωγε και θα έπινε δωρεάν, και από πάνω θα πληρωνόταν κιόλας, και ξάφνου στα καλά καθούμενα τα κάτω ήρθαν πάνω, όλα αναποδογύρισαν, μεγάλο κακό βρήκε το φίλο του, μεγάλη δυστυχία σκέπασε όλο το χωριό.
Μια νέα γυναίκα πέθανε πέφτοντας από ένα δένδρο τρεμιθιάς. Γλίστρησε είπαν, έπεσε χάμω από ψηλά και χτύπησε το κεφάλι της σε μια πέτρα, και έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε μονομιάς. Μαζί της πάει, πέθανε και το μωρό που είχε στην κοιλιά της.
ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Πέρασαν πολλοί μήνες, η στεναχώρια στους χωριανούς από τον άξαφνο θάνατο της νέας ξεπεράστηκε και ξεχάστηκε, και η ζωή ξαναβρήκε τον καθημερινό της ρυθμό. Οι χωριανοί σηκώνονταν νωρίς, σχόλναγαν βραδύς και ο Χαρίλαος κάθε πρωί άνοιγε τον καφενέ μέχρι ενωρίς το βράδυ, και κάποτε καμιά φορά μαζί με τους νεαρούς φίλους του εξορμούσαν τα καλοκαιρινά βράδια στα ποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξ ορμώντας σε πυροφάνια και παραγάδια. Όμως έπαψε για καιρό να τους λέει ιστορίες, μετά το μοιραίο εκείνο περιστατικό δεν ήταν πλέον το ίδιο χαρωπός. Διακρινόταν μια θλίψη στο πρόσωπο του και φαινόταν καθαρά πως δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τη στεναχώρια για το μεγάλο κακό που βρήκε τοφίλο του.
Κάποιο βράδυ όμως μετά από καιρό, καθισμένοι όλοι στην άκρη της θάλασσας τον παρακάλεσαν οι μικροί του φίλοι να τους πει μια ιστορία.
Και ο Χαρίλαος ξεκίνησε να τους λέει μια ιστορία λυπητερή, όλη την ιστορία για το θάνατο της Γαλατούς της γυναίκας του φίλου του.
Η Γαλατού ήταν μοναχοκόρη και τα κάλλη της ήταν ξακουστά σε όλη την επαρχία. Από την ηλικία των δεκαπέντε ετών πολλοί την γύρεψαν σε γάμο, αλλά η Ερωφίλλη που τα παντρολογήματα τα είχε στο αίμα της καθώς ήταν η προξενήτρα του χωριού, είχε μεγάλα σχέδια για την κόρη της. Μήνυσε σε όλους να πάψουν να τη ζητούν σε γάμο, γιατι την κόρη της θα την πάντρευγε μόνο με πλούσιο και μορφωμένο νέο που θα καταγόταν από την πόλη.
Έτσι όλοι οι νέοι έπαψαν να της στέλλουν προξένια, και η Ερωφίλλη περίμενε τον γαμπρό από την πόλη.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και αυτός δεν φάνηκε, ενώ η κόρη μεγάλωσε, κόντεψε τα είκοσι, οπότε ανησυχία άρχισε να κυριεύει την μάνα, ότι θα της έμενε στο ράφι. Οι σκάπουλοι χωριανοί έστειλαν αλλού τα προξένια όπου τους καταδέχτηκαν, έτσι οι ανύπαντροι νέοι της ηλικίας που άρμοζαν στη νέα παντρεύτηκαν όλοι, και η κακόμοιρη έμεινε να μαραζώνει και να αιτιάται τη μάνα της που ήθελε σώνει και καλά να της βρεί γαμπρό από την πόλη.
Η Ερωφίλλη η προξενήτρα τηρώντας η ίδια τους νόμους και διαφωνώντας για γάμους που δεν γίνονταν με συνοικέσιο, νόμισε η άμυαλη ότι χάθηκαν οι ευκαιρίες για την κόρη της αφού πλέον μεγάλωσε, και θα της έμενε γεροντοκόρη. Μαράζωσε, και όλο παραμιλούσε καταριώντας τον εαυτό της και την αλαζονεία της που προξένησαν το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Με τέτοιο φόβο μέσα της ως μάνα, ολημερίς ήταν στεναχωρημένη και μεμψιμοιρούσε, δημιουργώντας μια καταθλιπτική και αφόρητη οικογενειακή κατάσταση γεμάτη ένταση και στεναχώρια.
Απο αυτή τη μιζέρια της μάνας της η Γαλατού επηρεάστηκε η ίδια, και πίστεψε ότι θα έμενε στο ράφι, θα έμενε μια γεροντοκόρη μέσα σε κείνους τους καιρούς που τις γεροντοκόρες δεν τις είχαν σε σεβασμό και υπόληψη.
Κλείστηκε λοιπόν στον εαυτό της, και είχε μόνη έγνοια πώς να βρει γαμπρό. Την κυρίεψε η έμμονη ιδέα ότι για να βρει γαμπρό, έπρεπε να πάει στη μάγισσα του χωριού.
Στην μεγάλη απελπισία που μόνη της δημιούργησε επηρεασμένη από τη μάνα της, ποτέ της δεν σκέφτηκε ότι με τα νιάτα της και την ομορφιά της, έστω λίγο να κουνούσε το δαχτυλάκι της, σωρό οι άνδρες θα έπεφταν στην πόδια της. Βλέπετε εκείνους τους καιρούς, η αγάπη κι ο έρωτας ήταν καταπιεσμένα και απαγορευμένα αισθήματα, και ο σωστότερος τρόπος για παντρολόγημα ήταν μόνο το συνοικέσιο, και όσα παιδιά υπάκουαν στους γονείς τους, είχαν την αγάπη τους και τις ευχές τους, όσοι δεν υπάκουαν, δεν είχαν τίποτα από αυτά. Ήταν μια κατάσταση που δημιούργησαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής γιατί έτσι τους βόλευε, που στα χρόνια τα πολλά εμπεδώθηκε ως τρόπος ζωής και εθεωρείτο αυτονόητος και ηθικός νόμος, δηλαδή τα παιδιά να μην ξεφεύγουν από τις ρητσιές των γονιών τους.
Ένα κρύο χειμωνιάτικο σκοτεινό δείλις που ο κάτοικοι κλειστήκαν από ενωρίς στα σπίτια του, η Γαλατού λέγοντας στη μάνα της ότι θα πήγαινε για λίγο σε μια γειτόνισσα φίλη της, ξεπόρτισε και με το μαντήλι να της κρύβει το πρόσωπο, από καντούνι σε καντούνι προσέχοντας να μην τη δει κανείς χωριανός, βρέθηκε να χτυπά το ξωπόρτι της Ελεγγούς της αλαφροΐσκιωτης καθώς την ονόμαζαν.
Η Ελεγγού ήταν μια γριά ακαθορίστου ηλικίας γυναίκα για τη οποία οι χωριανοί έλεγαν κρυφά και φοβισμένα με χαμηλή φωνή, ότι ήταν αλαφροϊσκιώτισσα και αλλοπαρμένη, που είχε μια ικανότητα να αντιλαμβάνεται καταστάσεις συμβατές και υπερβατές της υλικής και άϋλης ζωής. Ότι γνώριζε πράγματα και θάματα που συμβαίνουν στον υπερβατικό κόσμο της αντίπερα όχθης από τη ζωή. Ότι ζούσε και συνυπήρχε με ζωή και θάνατο, μεταξύ υλικού και άϋλου, υπαρκτού και πνευματικού. Ότι είχε ίσκιο αλαφρό που δεν φαινόταν, ότι έβλεπε όσα άλλοι δεν βλέπουν και ότι κατείχε μυστικές δυνάμεις.
Με τα χρόνια και τα λόγια χτίστηκε ένας μύθος για την Ελεγγού που συντηρήθηκε στα βάθη των αμέτρητων δεκαετιών που έζησε μέσα στο χαμηλό σπιτάκι της που ήταν απομονωμένο στην άκρη του χωριού μοναχικό χωρίς γείτονες, καθώς όλοι από φόβο απέφευγαν την γειτονιά της.
Έλεγαν ότι η Ελεγγού στα χρόνια τα παλιά ήταν μια συνηθισμένη θαυμάσια και αγαπητή οικοκυρά, που απόχτησε υπερφυσικές δυνάμεις όταν ο Θεός τη λυπήθηκε δίνοντας της αυτό το χάρισμα για να μπορέσει να ξεφύγει από την δυστυχία της σαν νέα μητέρα και σύζυγος, που έχασε τον άνδρα της και το παιδί της στο μεγάλο σεισμό όταν το μεγάλο τους σπίτι γκρεμίστηκε θάβοντας και τους δυο στα ερείπια και στα χαλάσματα. Από τότες άκουγε καθώς έλεγε η κακόμοιρη, τον άνδρα της και το παιδί της να γυρνούν σαν φαντάσματα άϋλα τις νύχτες στο χωριό και να ουρλιάζουν. Τους ένιωθε να θέλουν να πηδήξουν από την αντίπερα όχθη για να γυρίσουν πίσω, αλλά να μην τα καταφέρνουν.
Άκουγε φωνές και έβλεπε σκιές που δεν υπήρχαν, φοβερά όνειρα και ερινύες επισκέπτονταν τον ύπνο της και ανείπωτη θλίψη πλάκωνε την καρδιά της. Τα κλάματα και οι οδυρμοί της ήταν ανυπέρβλητα φριχτά σαράκια που της έσκιαζαν το νου της, ώσπου ο Θεός τη λυπήθηκε, και την πόσπασε από το μαραζι δίνοντας της μια δύναμη ξεχωριστή, ταράσσοντας το νου της και δημιουργώντας ένα νέο άνθρωπο αλλοπαρμένο και αλαφροΐσκιωτο με ξεχωριστές μυστικές δυνάμεις, -είπαν οι χωριανοί-
Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη απέχτησε ιδιότητες να διαισθάνεται απόκοσμες οντότητες, καθώς και ικανότητες να συνεννοάται μαζί τους. Μπορούσε να προειδοποιεί και να συμβουλεύει ανθρώπους, μπορούσε ακόμη να ξορκίζει και να διώχνει το κακό από τις καρδιές και τις σκέψεις των πονεμένων και των δυστηχισμένων.
Η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη λοιπόν, που έβλεπε αυτά που δεν έβλεπαν άλλοι, εκείνη τη μέρα είδε τη μοίρα της Γαλατούς και σκιάστηκε. Είδε το θάνατο να την παραμονεύει, και το χάρο από την ίδια καλεσμένο έτοιμο να την πάρει. Είδε το μεγάλο κακό που παραμόνευε και δεν της άρεσε. Θυμήθηκε τον πόνο το δικό της τα παλιότερα χρόνια και δεν ήθελε άλλοι να νιώσουν το ίδιο.
Στεναχωρημένη και με αγάπη επιθυμώντας να τη βοηθήσει, άκουσε προσεχτικά τον πόνο της και την έκκληση της για επίκληση των κρυφών πνευμάτων, αλλά αφού ήδη προείδε το κακό που θα ερχόταν, προσπάθησε να της παρατζιείλει ότι δεν χρειάζονταν μαγικά και ξόρκια, απλά γιατι ο φόβος της ήταν μόνο έμμονη ιδέα. Της παράγγειλε να έχει υπομονή, να μην σκιάζεται και να μην βιάζεται, και η ώρα αυτηνής σαν τόσες άλλες κοπέλες, με το καλό θα ερχόταν.
Απ όσα όμως της είπε, είδε πως δεν την έπεισε, κατάλαβε ότι η νέα θα κατέφευγε σε άλλα μέσα για να επιτύχει το σκοπό της. Για να την μεταπείσει την προειδοποίησε αυστηρά να μην καταφύγει σε σκοτεινές δυνάμεις, και της είπε ξεκάθαρα αν το εκαμνε, θα προκαλούσε μεγάλο κακό στον εαυτό της και στους δικούς της.
Η Γαλατού έφυγε απελπισμένη και στεναχωρημένη, και για μέρες ήταν σκυθρωπή και σκεφτική. Καταριόταν το κακό της ριζικό, και στη μάνα της έριχνε το φταίξιμο γιατί θα έμενε γεροντοκόρη. Ήθελε οπωσδήποτε να παντρευτεί, και ήταν αποφασισμένη να καταφύγει σε όλα τα μέσα για να το επιτύχει. Δεν νοιαζόταν τις συνέπειες, δεν έδωσε προσοχή στις προειδοποιήσεις της γριάς Ελεγγούς, ήταν πολύ αποφασισμένη αν μπορουσε να επιτύχει το σκοπο της, και την ψυχή της θα εδινε.
Μ αυτές τις σκέψεις καθόταν λυπημένη στο παραθύρι της καθημερινά σκεφτική και αφηρημένη κοιττάζοντας το βάθος του δρόμου ελπίζοντας μήπως φανεί κάποιο σημάδι για ελπίδα.
Και ο καιρός πέρασε, ώσπου μια μέρα από το βάθος του δρόμου φάνηκε το σημάδι που έλπιζε, είδε μια μελαχρινή τσιγγάνα Τουρκογύφτισσα με τα πλουμιστά της ρούχα και τα βραχιόλια της να κουδουνίζουν, σέρνοντας ένα μωρό παιδί με το ένα της χέρι και με το άλλο να συγκρατεί ένα μπαξέ στον ώμο, να την πλησιαζει και να στέκει εμπρός στο παραθύρι της, και να την ρωτά αν θέλει να της πει τη μοίρα.
Η Γαλατού αμέσως της έδωσε το χέρι, αλλα η τσιγγάνα μόλις το κοίταξε συνοφρυώθηκε απότομα και πήγε να φύγει χωρίς να της πει τίποτε.
Τη ρώτησε γιατί φεύγει και δεν της λέει, και αυτή απάντησε ότι αυτό που είδε δεν ήθελε να της το πει, και βιαστική συνέχισε το δρόμο της.
Μεμιάς η Γαλατού πετάχτηκε έξω και την πρόλαβε πριν χαθεί στο επόμενο καντούνι του δρόμου. Την άρπαξε από τη φούστα και δεν την άφηνε. Παρακαλεστή και τάσσοντας της χρήματα, την έπεισε να τη βοηθήσει. Η τσιγγάνα αποδείχτηκε σπουδαία μάντισσα και μάγισσα, αφού γνώριζε αλήθειες για τη ζωή της, γνώριζε το όνομα της, και πράγματα που μόνο αυτή γνώριζε.
Πεπεισμένη ολωσδιόλου για τις ικανότητες της, η νέα της ζήτησε βοήθεια για να λύσει το πρόβλημα της…
Το πρόβλημα της λύθηκε, παντρεύτηκε τον καλύτερο του χωριού και ήταν τρισευτυχισμένη. Σε κανέναν δεν είπε ότι η τσιγγάνα επικαλέστηκε άγνωστες δυνάμεις για βοήθεια, ούτε ότι για αντάλλαγμα της ζήτησε να μην τεκνοποιήσει, συμφωνία που η κακόμοιρη κόρη δέχτηκε.
Όμως ο καιρός περνούσε, ήταν καλοπαντρεμένη και καλοβολεμενη, ξέχασε όσα την έκαναν να μαραζώνει, και ζούσε με τον αγαπημένο της ευτυχισμένη. Οι χωριανές τη ζήλευαν για την καλή της τύχη, αφού βρήκε σύζυγο σπουδαίο, όμορφο και από καλό σόι.
Το θανατικό που είδε η Ελεγγού η αλαφροΐσκιωτη και ότι άλλο είδε που την φόβισε η τσιγγάνα και δεν ομολόγησε, παραμόνευαν ως πεπρωμένο που δεν αλλάζει, και τελικά ήρθε το κακό ως η μοίρα τόχε γραμμένο, αφού είχε υπογράψει το ριζικό της η ίδια, και να ξεφύγει ασφαλώς δεν μπορούσε.
Τα κακά μαντάτα που έφερε το μικρό παιδί με τα κοντά παντελόνια στο καφενείο του Χαρίλαου εκείνη την κακή μέρα, έλεγαν πως η Γαλατού είχε ανεβεί στην ψηλή τρεμιθιά να βακλίσει τρεμίθια, όταν ξάφνου κάποιος φώναξε,
-προσοχή, έρχεται ο Τουρκόπουλος.
Η καημένη η κοπέλα ακούγοντας τη φωνή και γνωρίζοντας τον σκληρό και αυστηρό Τουρκόπουλο του χωριού που έκοβε πρόστιμο με το παραμικρό στον καθένα, ξιπάστηκε. Ήταν ένα στιγμιαίο ξάφνιασμα που όμως την έκανε και γλύστρισε και χτύπησε η αγκαστρωμένη κοιλιά της σε ένα χοντρό κλώνο. Από τον αφόρητο πόνο που ένιωσε, έχασε τον έλεγχο του κορμιού της και έπεσε από το δένδρο και σκοτώθηκε.
Το χωριό μαυροφόρεσε και όλοι την έκλαψαν, μα πιότερο οι συγγενείς της, και ακόμα πιο πολύ ο άνδρας της που έμεινε απαρηγόρητος να την θρηνεί για πολλή καιρό.
Ο Χαρίλαος τελειώνοντας την αφήγηση του αποφάνθηκε ότι η Γαλατού δεν ξιπάστηκε από τη φωνή που ακούστηκε προειδοποιητικά πως έρχεται ο Τουρκόπουλος και έπεσε και σκοτώθηκε, γιατί εκείνη την ώρα ο Τουρκοπουλος ο Τσιυρκακούλης καθόταν στο καφενείο του και έπινε καφέ, με κύριο μάρτυρα τον ίδιο το σύζυγο της άμοιρης κοπέλας.
Αποφάνθηκε ότι έπεσε και σκοτώθηκε γιατι ξιπάστηκε από έναν αφόρητο πόνο που ένιωσε στην αγκαστρωμένη κοιλιά της που προήρθε από ένα κλώτσημα του μωρού που κυοφορούσε. Ήταν ίσως το αποτέλεσμα της συμφωνίας της με την τσιγγάνα και τις σκοτεινές δυνάμεις που εκπροσωπούσε, για να τη βοηθήσει να αποκτήσει εκείνο που πολύ επιθυμούσε.
Αποφάνθηκε τελεσίδικα πως ότι έχει γραφτεί από τη μοίρα γίνεται, και πως το πεπρωμένο να το διαφύγει κανείς, είναι αδύνατον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου