Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ
Μέσα από τα μάτια του Χαρίλαου απ όσα έζησε και είδε να συμβαίνουν, περιστρέφεται η νουβέλλα αυτη με τον γενικό τίτλο,
Ο Χαρίλαος ήταν ένας συμπαθής και ύσηχος νεαρός που ο κύρης του τον έστειλε μισταρκό όπως συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές, με αντάλλαγμα για την εργασία του να έχει τροφή καθώς και μια πενιχρή αμοιβή. Έπιασε δουλειά ως παραπαίδι σε ένα καφενείο, και με τον καιρό έγινε καλός καφετσζιής, από την οποία θέση καθώς ερχόταν σε συναναστροφή με τους χωριανούςτου, έγινε κοινωνός των προβλημάτων τους και των χαρών τους.
Όταν πέρασαν τα χρονιά και ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, του προξένεψαν μια νύφη από την Τρεμιθούσα, ένα χωριουδάκι βόρεια της πόλης του Κτημάτου, όπου εκεί μετανάστευσε Όταν παντρεύτηκε. Εκεί έζησε ως γεωργός καλλιεργώντας κάτι λίγα χωραφάκια που βρήκε σαν προίκα. Τον καιρό της επανάστασης της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών, τη χρονιά του 1957, αποφάσισε να σκάψει ένα πηγάδι να ποτίζει πιότερο τα χωράφια του. Ήταν η περίοδος που οι Έλληνες αντάρτες έκαναν σαμποτάζ στους Βρετανούς με αυτοσχέδιες βόμβες τις οποίες συνήθως τοποθετούσαν σε δρόμους που περνούσαν στρατιωτικά αυτοκίνητα.
Μια μέρα λοιπόν που ο Χαρίλαος ήταν βαθιά στο πηγάδι και το έσκαφτε, ακούστηκε μια εκκωφαντική έκρηξη και άκουσε τον βοηθό του που τραβούσε τα χώματα να φωνάζει,
-έρχονται Εγγλέζοι, έρχονται Εγγλέζοι,
και να τρέχει να φεύγει. Ο Χαρίλαος βγήκε από το πηγάδι και έτρεξε κι αυτός να φύγει μακριά, να μην τον συλλάβουν ως δράστη αφού ήταν κοντά εκεί που τοποθέτησαν οι αντάρτες την βόμβα. Για κακή του όμως τύχη τον πρόλαβαν οι Εγγλέζοι και του φώναξαν,
Άλτ τις εί,
αλλά δυστυχώς ο άμοιρος έχε χαλασμένη την ακοή του από δυναμίτες που έριχνε στη θάλασσα για να ψαρεύει ψάρια -ένα παράνομο εύκολο τρόπο ψαρέματος-, και δεν τους άκουσε, και δεν σταμάτησε, έτσι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν. Ήταν νέος στην ηλικία και άφησε χήρα τη γυναίκα του με ένα μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι.

Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ
Σήμερα 21 Μαΐου εν έτει 2013 του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. 
Ακούγοντας με την καρδιά και γράφοντας με το μυαλό, συνήθως καταφέρνω ώστε το αποτέλεσμα και η ποιότητα των κειμένων μου να είναι σε μέτρο που με ικανοποιεί. Προσπαθώ στις μικρές μου ιστορίες με απλή πλοκή, να εκλαϊκεύω και να αναδεικνύω αφανείς ανθρώπους σε εξαίρετους πρωταγωνιστές, με τρόπο που οι ιστορίες μου να παρουσιάζονται στον αναγνώστη ή δυνατόν, ως λογοτεχνικά διηγήματα. Είναι μια μοναχική πορεία που με τη συγγραφική μου έμπνευση και τα ερεθίσματα από τον κόσμο που με περιτριγυρίζει, αντλώ και δημιουργώ κυρίως ηθογραφικά διηγήματα.
Έχω συνηθίσει ως τρόπο άντλησης υλικού για τις μικρές μου ιστορίες, να εμπνέομαι παρακολουθώντας άλλους ανθρώπους να διηγούνται ιστορίες,  εκ των οποίων όσες έχουν ενδιαφέρον καταχωνιάζω στο υποσυνείδητο μου, που εν καιρώ τις αναδύω στη σκέψη μου ως έμπνευση των όσων διηγημάτων γράφω.
Τους τελευταίους μήνες νιώθω ότι έχω στερέψει από συγγραφικές εκλάμψεις και οι σκέψεις μου για πολλές μέρες δεν θέλουν να με βοηθήσουν. Νιώθοντας να μην κατέχομαι από καινούργιες έννοιες και γνώμες αυτούς τους καιρούς, αποφάσισα να τρέξω την καθημερινότητα χωρίς να προσπαθώ για καινούργιες ιδέες, ώσπου από μόνος του ίσως ο οίστρος των λογισμών μου με επιφωτίσει ξανά και πάλιν.
Σήμερα λοιπόν, 21 Μαΐου εν έτει 2013 του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, ύστερα από όλους τους μήνες του έτους που πέρασαν χωρίς προσπάθεια μου για ένα καινούργιο διήγημα, μου ήρθε έμπνευση για μια ιστορία που μόλις την άκουσα ήξερα ότι είχα ένα ενδιαφέρον ερέθισμα, θα μπορούσα να την καταγράψω με τον τρόπο που ήξερα, αυτόν που θα άρεσε σε μένα, αλλά και στους αναγνώστες μου.
Ήταν το πρωινό αυτής της Τρίτης, που σεργιανώντας με τη μηχανή μου έξω από το καφενείο του χωριού, μου φώναξε ένας φίλος να με κεράσει καφέ. Ήταν ο Ανδρέας του Χαρή του Γιώρκα, που ήταν ξακουστός για τις φημισμένες διηγήσεις του, που με τον τρόπο που τις εξιστορούσε όλοι κρεμιόνταν από το στόμα του για να τις ακούσουν.
Ξεκίνησε η κουβέντα μας για τη σημερινή οικονομική κρίση που μαστίζει όλους τους κατοίκους, και μας πήγε στα παλιά, στην εποχή της Αγγλοκρατίας. Μια περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι δεν είχαν τα στοιχειώδη προς το ζειν, που δούλευαν από χάραμα ως βούτημα για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους. Μια εποχή σκληρής κατάστασης που οι Άγγλοι κατακτητές τεχνηέντως κατασκεύασαν με πολλή μαεστρία έχοντας ως μέλημα το διαίρει και βασίλευε, δημιουργώντας ισχυρές κοινωνικές ανισότητες και δυσθεώρητα χάσματα,  μαζική φτώχια και κοινωνική δυστυχία. Μια μελανή περίοδο της Κυπριακής ιστορίας που ανάγκαζε τους Έλληνες κατοίκους να γίνονται πολλές φορές κλέφτες από την αδήριτη ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τα παιδιά τους.
Πολλές είναι οι ιστορίες της εποχής εκείνης που εξιστορούν το πώς διαβίωναν οι κάτοικοι, ειδικά στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και τα επόμενα της Αγγλοκρατίας. Αυτήν την περίοδο ένεκα της μεγάλης δυσπραγίας των κατοίκων, άνθιζε το έγκλημα με αποτέλεσμα η Αγγλική δικαιοσύνη να είναι πολύ αυστηρή, και για μικροπαραβάσεις ακόμα, επιβαλλόταν μεγάλη ποινή προστίμου και φυλάκισης. Εκείνους τους καιρούς, η μεγαλύτερη εγκληματικότητα επικρατούσε στα χωριά της Πάφου, με αποτέλεσμα οι αστυνομικές Αρχές με την παραμικρή υποψία ή πληροφορία, δρούσαν και ερευνούσαν με σκληρό τρόπο σε όλα τα υποστατικά κυρίως των Χριστιανών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου