Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Ο ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IIV 
O ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Το άκουσμα του θανάτου της όμορφης Γαλατούς συντάραξε όλο το χωριό και οι κάτοικοι είχαν τη κουβέντα του θανατικού ως συναφορά για πολύ καιρό και πολλά χρόνια υστερότερα, γιατι εκτός από τα κάλλη της τα ξακουστά,  προερχόταν και από μεγάλο σόι ξακουστό, το σόι των Αζίνιδων που διαφέντευαν το χωριό, με πρώτο πρόγονο τον Χριστόδουλο Αζίνα, μουχτάρη και άρχοντα του χωριού εκείνους τους καιρούς που ο κοινοτάρχης ήταν καθώς λέει η λέξη, η αρχή του χωριού. Οι Μουχτάρηδες είχαν πολλές εξουσίες όπως να τιμωρούν και να βάζουν προστίματα, ακόμα καμιά φορά όταν οι ίδιοι υπερέβαιναν τον νόμο, άτυπα είχαν το δικαίωμα, ενός δικαιώματος που ο  Αζίνας έκανε χρήση επιβάλλοντας ως νόμο τη χειροδικία ενάντια των ενόχων, χωρίς να λογαριάζει συνέπειες. Ήταν πολύ σκληρός στην επιβολή της τάξης, και γι αυτή του την αυστηρότητα του κόλλησαν το παρατσούκλι Αζίνας το οποίον συνέχισε την διαιώνιση του στους απογόνους του μέχρι τις σημερινές εποχές.
Απόγονος λοιπόν, από μεγάλο σόι η καημένη κόρη, ήταν φυσικό ο θάνατος της να επιφέρει πολλή θλίψη και μεγάλο πένθος κάνοντας σχεδόν όλους τους χωριανούς να ντυθούν στα μαύρα, και να συζητούν τις έφταιξε και πως. 
Βοηθός του μουχτάρη με εξ ίσου εξουσία στα χέρια, ήταν ο Τουρκόπουλος που με όπλο το ραβδί του που στο κάτω μέρος είχε σιδερένια λόγχη, είχε ως έργο την επίβλεψη των αγρών και των μαντρών των γεωργών και των κτηνοτρόφων. Με αυξημένα καθήκοντα για τη διαφύλαξη της ησυχίας και της τάξης, τη δίωξη και πρόληψη του εγκλήματος και την επιβολή προστίμων στους παρανομούντες, ήταν το δεξί χέρι του μουχτάρη, αλλά πρωτίστως ήταν υπόλογος στον περιφερειακό Αστυνόμο. Ντυνόταν στο χακί για να ξεχωρίζει πως κατείχε εξουσία, και στο χέρι είχε ένα μπρούτζινο περιβραχιόνιο, που ο κάθε διορισμένος Τουρκόπουλλος φορούσε με μεγάλη τιμή και το οποίον αν και βαρύ ποτέ δεν αποχωριζόταν, παρά μόνο επεδείκνυε με καμάρι.
Για την καλύτερη επόπτευση και αστυνόμευση, ο Τοπυρκόπουλλος είχε στα καθήκοντα του υποχρέωση να κρατεί σημειώσεις για όλες του τις ενέργειες από πρωί ως βράδυ, όλες τις ώρες δηλαδή κατά τις οποίες ήταν εν υπηρεσία. Σημείωνε ποιον συναντούσε στους αγρούς ή στα καφενεία και τι ομολογούσαν μεταξύ τους, ποιον σπουδαίο ή ανώτερο αξιωματούχο συνόδευε ως εκ των καθηκόντων του, ποιος παρανόμησε, ποιον προστίμαρε, πόσο πρόστιμο επέβαλε, κλπ.
Ο Τσιυρκακούλης ήταν ψηλός και με τη μακριά βράκα που συνήθιζε να φορεί, φαινόταν πιο μακρύς και φάνταζε φοβερός με τη μεγάλη του μαγκούρα στο χέρι να απειλεί όποιον δεν υπάκουε στο νόμο. Με τη μεγάλη σωματική του ρώμη που διακρινόταν εύκολα προκαλούσε φόβο, επιβάλλοντας τοιουτοτρόπως την δημόσια τάξη εύκολα.
Εκείνη τη μέρα και ώρα που συνέβηκε το κακό, ο Τουρκόπουλλος ήταν στο καφενείο χωρίς αμφισβήτηση, γιατι το βεβαίωσε αργότερα ο καφετζής ο Χαρίλαος, που με μαρτυρία του επίσης, βεβαιώνει πως άκουσε ο ίδιος τον Τουρκόπουλο να συναφέρνει ότι θα κατέγραφε στο επίσημο Κυβερνητικό δευτέρι του ως εκ καθήκοντος είχε, το θλιβερό εκείνο συμβάν ώστε να μείνει γραμμένη για την ιστορία η πραγματική αλήθεια των γεγονότων. Αυτό το δήλωσε γιατι τις επόμενες ημέρες του τραγικού θανατικού της άμοιρης μάνας και του μωρού που είχε στην κοιλιά της,  με το κουτσομπολιό των κατοίκων παρουσιάστηκαν διάφορες εκδοχές και παραλλαγές για τί πραγματικώς συνέβη.
Ως πραγματική αλήθεια αυτός ήξερε ότι με το κλώτσημα του μωρού που κυοφορούσε πόνεσε τόσο πολύ, που ξαπόλησε το κλαδί που τη συγκρατούσε για να πιάσει την κοιλιά της, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί και να πεθάνει. Αυτό αποφάνθηκε ως Τουρκόπουλλος ότι συνέβηκε, και αυτό κατέγραψε στο δευτέρι για ενημέρωση των επισήμων αρχών του κράτους, και ώς επίσημη μαρτυρία.
Όμως επειδή εν πρώτοις αναμείχθηκε το όνομα του πώς αυτόν φοβήθηκε και ξιπάστηκε η Γαλατού και έπεσε από το δένδρο και σκοτώθηκε, και επειδή εν δευτέροις αυτός έγραψε την τελική εκδοχή, πολλοί κάτοικοι δεν τον αμφισβήτησαν, και ήταν πεπεισμένοι πως αυτός ήταν η αιτία του διπλού θανατικού.
Ο Τσιυρκακούλλης θύμωσε γιατι του φόρτωσαν το φταίξιμο, και δεν μπορούσε να ανεχτεί το κουτσομπολιό του κόσμου. Καθώς όμως τίποτα δεν μπορούσε να κάμει, όλο το θυμό του τον επόμενο καιρό, τον έβγαζε σε όσους παρανομούσαν. Με πολλή αυστηρότητα έκρινε όλες τις παρανομίες, και δεν χάριζε πρόστιμο σε κανένα, ούτε σε χήρα, ούτε σε ζωντοχήρα. Περιφερόταν στις στράτες και στους αγρούς, και όσα ξένα ζώα έβρισκε σε ξένα χωράφια, ή όσα κατσίκια και πρόβατα ξέκοβαν από τα κοπάδια, τα συνελάμβανε και τα οδηγούσε σε μια μάντρα φυλακή. Τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες αφού πρώτα πλήρωναν τα έξοδα σύλληψης και διατροφής, καθώς και ένα σελίνι πρόστιμο ανά κεφαλή.
Οι κάτοικοι ήσαν σε αναβρασμό και περίμεναν πως με τον καιρό θα του περνούσε ο θυμός. Ήταν μια ελπίδα όμως που δεν ευοδώθηκε, γιατι έμεινε σκληρός και αυστηρός στην εφαρμογή του νόμου μέχρι το τέλος της καριέρας του. Μια φορά βρήκε ένα ολόκληρο κοπάδι να περιπλανιέται σε ξένα χωράφια και να βόσκει χωρίς ποιμένα ο οποίος άμοιρος αποκοιμήθηκε ίσως στη σκιά κάποιου δένδρου, και έμεινε το κοπάδι αφύλαχτο.  Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Τουρκόπουλλος το οδήγησε στην μάντρα του και το κλείδωσε μέσα. Μόλις ο Νεόφυτος ο βοσκός χαπάρισε πως το κοπάδι του χάθηκε, ήξερε με σιγουριά πως τον βρήκε μεγάλο κακό. Έτρεξε στον Τουρκόπουλο, και εκεί βρήκε τα πρόβατα του. Ασφαλώς για να τα πάρει ξανά στην κατοχή του, έπρεπε να καταβάλει τα χρεολύσια του προστίμου. Το πρόστιμο προς ένα σελίνι ανερχόταν στα 50 σελίνια, ένα τεράστιο ποσό για εκείνη την εποχή, που ο καημένος βοσκός αδυνατούσε να πληρώσει. Το πρόβλημα που ενέκυπτε από την αδυναμία της αποπληρωμής μεγάλωνε περισσότερο, διότι ώσπου να έβρισκε τα χρήματα -αν τα έβρισκε ο καημένος-, το ποσό καθημερινά θα μεγάλωνε, γιατι θα χρεωνόταν επίσης τη διατροφή και τη φύλαξη των  προβάτων καθώς έλεγε ρητά ο νόμος. Ήταν μια δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να λυθεί, διότι από τη μια ο Τουρκόπουλλος επέμενε στην εφαρμογή του νόμου χωρίς παρέκκλιση, από την άλλη ο καημένος βοσκός ήταν πολύ πτωχός και αδυνατούσε να πληρώσει. Όμως πάλι δεν μπορούσε να επιτρέψει στον Τσιυρκακούλλη ένεκα του γαϊδουρινού του πείσματος να είναι η αιτία να χάσει την περιουσία του. Τι θα έκαμνε; Με την καρδιά σφιγμένη αναγνωρίζοντας  τη δυσκολία της κατάστασης, έκατσε να σκεφτεί. Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος και ήξερε ότι με το κοφτερό του μυαλό θα έβρισκε κάποια μεσαία λύση…   

ΤΟ ΡΟΥΣΦΕΤΙ
Ο Τσιυρκακούλλης ήταν εύσωμος και δυνάμενος, γι αυτό άφοβα επέβαλλε τις αυστηρές ποινές στους παρανομούντες. Τον μόνο που φοβόταν ήταν ο φίλος του Χαρίλαος, γιατι όταν θύμωνε αγρίευε και γινόταν ανήμερο και ανίκητο θηρίο. Ένα δυνάμενο θηρίο με απέραντη δύναμη, αφού στο άνθος της ηλικίας του είχε ένα τετράγωνο κορμί με σκληρούς μύες, δυνατό και πέτρινο από φυσικού του, κληρονομικό από τον πατέρα του Πιστέντη που στις εποχές του ήταν παλαιστής ξακουστός σε όλα τα περίχωρα χωριά.
Όμως με το Χαρίλαο ήσαν φίλοι, ήταν ταιριαστοί, είχαν μια γλυκιά αδυναμία και οι δύο, το πιοτό και το φαί. Πολλές βραδιές μες τη κρύα βαρυχειμωνιά, στο καφενείο πάνω από ένα μαγκάλι κάρβουνα έψηναν κάποιο μεζέ και έπιναν το στερκό κόκκινο κρασί που έμοιαζε μέλι και ήταν βάλσαμο στις παγερές και σκοτεινές νύχτες.
Μια τέτοια νύχτα με τον ουρανό γεμάτο σύννεφα μαύρα της βροχής και τον ίδιο κατακουρασμένο ύστερα από μια κοπιαστική μέρα, ο Τουρκόπουλος έφραξε καλά τη μάντρα που φυλάκιζε τα ζώα και κλείδωσε την πόρτα για να μην τα κλέψουν. Από ενωρίς το μεσημέρι είχε περιμαζέψει το αδέσποτο κοπάδι του Νεόφυτου και δεν του το έδωσε πίσω αφού δεν είχε να πληρώσει το πρόστιμο των πενήντα σελινιών. Τόσο μεγάλο αριθμό ζώων σε μια μέρα, δεν του είχε ξανασυμβεί να συλλάβει. Γι αυτό ένιωθε ευχαριστημένος και ικανοποιημένος, στην επόμενη του αναφορά στον
Έπαρχο, σίγουρα θα έπαιρνε συχαρίκια.
Χωρίς ίχνος ευσπλαχνίας για τον καημένο βοσκό, μπήκε μες το καφενείο έχοντας σκοπό να γιορτάσει το γεγονός με οινοποσία με κερασμένα τα ποτά από τον ίδιο, και παρέα το φίλο του το Χαρίλαο.  ‘Όταν μπήκε στο καφενείο η ώρα ήταν περασμένη και οι θαμώνες στο καφενείο μια χούφτα. Μπήκε μέσα και άνοιξε το στόμα του για να παραγγείλει, αλλά ξαφνιασμένος είδε τον Χαρίλαο να τον αντικρύζει με βλοσυρότητα και αγριάδα. Ένας κόμπος του στάλωσε τις φωνητικές του χορδές και του έπνιξε  την κουβέντα. Ήξερε αυτό το ύφος, κατάλαβε πως μεγάλη αντάρα τον περίμενε. Έμεινε να χάσκει, ενώ οι άλλοι πελάτες έμειναν το ίδιο, αφού και αυτοί γνώριζαν τον θυμό του Χαρίλαου. Μόνο από το ύφος του, ήξεραν από πριν τι θα ακολουθούσε.
Παρ όλα αυτά ο Χαρίλαος με ήπια φωνή του είπε να κάτσει να τον κεράσει ένα καφέ και να μην φύγει γιατι ήθελε να του μιλήσει, με ύφος όμως που δεν άφηνε αμφιβολία παρερμήνευσης, ήταν μια ήρεμη κουφόβραση πριν το τυφώνα.
Έκατσε ο Τσιυρκακούλλης και η αγωνία τον έζωνε. Σκεφτόταν τι να σκέφτηκε ο φίλος του, και τι να ήθελε απ αυτόν. Όμως ήταν αποφασισμένος να του κάμει κάθε χατίρι αν πέρναγε από το χέρι του, γιατι αυτή τη νύχτα δεν ήθελε στεναχώριες, ήθελε μόνο να διασκεδάσουν μαζί για να γιορτάσει την μεγάλη του επιτυχία της σύλληψης πενήντα ζώων μέσα σε μία μέρα.
Ο νους του δεν πήγε ότι ίσως να τον ήθελε περί αυτού του γεγονότος, γιατι όπως αυτός ήξερε το θυμό του φίλου του, έτσι και ο φίλος του ήξερε το δικό του πείσμα και θυμό ειδικά για την προσβολή που του έκαμαν οι χωριανοί, ως εκ τούτου, δεν ετίθετο θέμα χάρης ή χαρίσματος προστίματος σε κανέναν.
Άμα έφυγαν όλοι οι θαμώνες και ο Χαρίλαος καθάρισε το τελευταίο τραπέζι, τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε με το φίλο του. Του είπε πως αν και γνώριζε το γαϊδουρινό του πείσμα, εντούτοις σ αυτή την περίπτωση των πενήντα προβάτων, έπρεπε να κάμει πίσω και να τα δώσει στον ιδιοκτήτη τους γιατι ήταν συμπέθερος του πατέρα του, ο οποίος του ζήτησε να διευθετήσει το ζήτημα.
Ο καυγάς που ακολούθησε ήταν τρικούβερτος, οι φωνές τους ακούγονταν ως την άλλη άκρη του χωριού, ενώ ο Νεόφυτος ο βοσκός μαζί με τον Πιστέντη τον πατέρα του Χαρίλαου παραμόνευαν έξω μέσα στο κρύο για το αποτέλεσμα. Άκουγαν όλη τη θυμωμένη συζήτηση, τα βρισίδια που έσουρναν και τις γροθιές πάνω στο τραπέζι που στο τέλος από τα πολλά χτυπήματα έσπασε. Έτοιμοι να μπουν μέσα στο καφενείο να τους χωρίσουν αν τυχόν πιάνονταν στα χέρια, όλο περίμεναν και η ώρα περνούσε, πίστεψαν ότι ο Τουρκοπουλλος με τίποτα δεν θα έκανε πίσω.
Όμως ευτυχώς τελικά επικράτησε η φιλία και παρ όλο το θυμό που τους νευρίασε, σκέφτηκαν με τη λογική και κάνοντας και οι δυο πίσω, κατέληξαν σε μια μέση συμφωνία να πλερωθεί ως πρόστιμο μόνο κοσπέντε σελίνια. .
Βάζει μια φωνή λοιπόν ο Χαρίλαος στον πατέρα του και στο Νεόφυτο που ήξερε πως ήταν απ έξω κρυμμένοι, και τους έφερε μέσα. Όλοι μαζί έκατσαν να φαν και να πιούν, και στο κέφι του μεθυσιού τους απάνω, όλοι μαζί συμφώνησαν ο Τουρκόπουλλος να ρίξει το πρόστιμο στα είκοσι σελίνια και τα υπόλοιπα πέντε να τα πλήρωνε ο Νεόφυτος ο βοσκός στον Χαρίλαο τον καφετσιή για το ζιαφέττι που τους πρόσφερε και όλοι μαζί απόλαυσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου