Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΑΦΤΑΚΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V 
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΑΦΤΑΚΟΣ
Περνούσε ο καιρός με τη ζωή στο χωριό να κυλάει δύσκολα στην ίδια πάντα καθημερινότητα με τους κατοίκους να πασκίζουν σκληρά για τον επιούσιο ξυπνώντας με το μπρόεμα, και σχολνώντας με  το βούτημα του ήλιου. Ο Χαρίλαος πάντα στην συνήθη του εργασία, κάθε μέρα χωρίς σχόλη άνοιγε το καφενείο από ενωρίς το πρωί έως ενωρίς το βράδυ, και καμιά φορά κάποτε μαζί με τους νεαρούς φίλους του αργά τα καλοκαιρινά βράδια εφορμούσαν στα μποστάνια και στα χωράφια και διασκέδαζαν βουτώντας νυχτιάτικα στη θάλασσα, ή εξορμούσαν σε πυροφάνια και παραγάδια, ενώ κάποτε καθισμένοι έλεγαν ιστορίες και παραμύθια.
Κάποιο βράδυ καθισμένοι κάτω από μια πλατύφυλλη συκαμινιά με το θαλασσινό αεράκι να τους δροσίζει τα πρόσωπα, ο Χαρίλαος ξεκίνησε να τους λέει μια ιστορία αγάπης που όταν την άκουσαν οι νεαροί της παρέας έμειναν σκεφτικοί και σιωπηλοί αρκετή ώρα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν μια όμορφη ιστορία έρωτος που μέριασε τις δυσκολίες και τα εμπόδια ξεπερνώντας αντιλήψεις και παραδώσεις που ίσχυαν στην ύπαιθρο τους παλαιούς καιρούς. Ήταν μια ιστορία παρακοής του παιδιού προς το γονιό για το χατήρι μιας μεγάλης αγάπης που είχε στην καρδιά του, που εκείνους τους καιρούς δεν νοείτο να συμβεί. Όφειλαν τα παιδιά να υπακούν τυφλά και χωρίς αντιρρήσεις στους γονιούς, ήταν ένας άγραφος νόμος που επιβλήθηκε μέσα από τη μακραίωνη ιστορία που ως λαός οι Κύπριοι για αιώνες ήταν υπό σκλαβιά, έτσι με αυτό τον τρόπο οι οικογένειες κρατούνταν δεμένες, συστατικό που βοηθούσε στην επιβίωση των κατοίκων ως λαού με τα δικά του ήθη και έθιμα. Ιδιαίτερα για την παντρειά των παιδιών τους οι γονιοί έδιναν μεγάλη βαρύτητα μη λαμβάνοντας υπ όψιν έρωτες και αγάπες που στις δυσκολίες της ζωης στο χρόνο έσβηναν, παρά μόνο έδιναν μεγάλη σημασία στην προίκα και στο χαρακτήρα. Ο κάθε επιφανής κύρης φρόντιζε να βρεθεί η κατάλληλη σύζυγος με χωράφια και μάλι για το γιο του, αφού από τον ίδιο δεν λάμβανε τίποτα εκτός από συμβουλές, καθώς συνηθιζόταν την περιουσία οι γονείς να την κληροδοτούν στις κόρες.  
Συνηθιζόταν όπως το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αριθμός παιδιών έστω και ένα, να ακολουθεί το ίδιο επάγγελμα με τον πατέρα του. Στην ιστορία που διηγήθηκε ο Χαρίλαος, ο πρωταγωνιστής του έρωτα και της αγάπης ο Μιχαλής, ήταν μαθητευόμενος στον πατέρα του τον Μοίρο που είχε επάγγελμα τη ραφτική. Δουλειά του ράφτη ήταν να ράβει ρούχα χρησιμοποιώντας μόλες για να τα σχεδιάσει αφού πρώτα μετρούσε τον πελάτη. Σύμφωνα με τα μέτρα του σώματος κατασκεύαζε με τη βοήθεια της μόλας ένα πρότυπο σχέδιο στο χαρτί βάση του οποίου έκοβε το ύφασμα και το έραβε. Ένας φημισμένος ράφτης στην Πάφο εκείνα τα χρόνια που δεν υπήρχαν εργοστάσια ομαδικής παραγωγής ετοίμων ενδυμάτων, είχε μέχρι οκτώ βοηθούς που ο καθένας ειδικευόταν και εκτελούσε από ένα είδος εργασίας που κατά καιρούς μεταλλάσσονταν ώστε με τον καιρό και με τη σειρά να μαθαίνουν πλήρως την τέχνη. Βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στη ραπτική, ήταν η ραπτομηχανή, το σίδερο που το ζέσταιναν με κάρβουνα, το ψαλίδι, οι καρφίτσες, οι βελόνες, οι κλωστές, και ο πάγκος κοπής, σχεδιασμού και σιδερώματος του υφάσματος.
Τον Μιχαλή τον έβαλε από νεαρή ηλικία στην τέχνη της ραφτικής μαθαίνοντας τον και ειδικεύοντας τον στο σχεδιασμό, στο κόψιμο, στη συναρμολόγηση των κομματιών, στο γάζωμα, και στο σιδέρωμα. Από μικρούλης είχε φιλομάθεια και αγάπη στη δουλειά και ήθελε να μάθει καλά την τέχνη.
Με προσήλωση βοηθούσε τον πατέρα του χωρίς πληρωμή για πολλά χρόνια, και άμαθε το ράψιμο πολύ καλά και έφτασε τον πατέρα του ο οποίος τον καμάρωνε και έλεγε σε όλους με περισσή περηφάνεια ότι του έμοιασε.

Και ο μικρός ραφτάκος καθόταν στην τόνενη καρέκλα με τη δαχτυλήθρα και τη βελόνα στο ένα χέρι και στο άλλο το κασμίρι σταυροβελωνιάζοντας το και δίνοντας στο σχήμα του τη δική του γραμμή και σφραγίδα.
Και ο καιρός πέρασε και το παιδί μεγάλωσε και έγινε άνδρας, νεαρός δεκαεπτά ετών. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά του και στις προσευχές του ζητούσε από το Θεό να τον φωτίσει να μάθει άριστα την τέχνη, να ανοίξει δικό του ραφείο και να γίνει σπουδαίος και φημισμένοςς ράφτης.

ΕΝΑΣ ΕΡΩΤΑΣ ΓΕΝΙΕΤΑΙ
Ο μικρός ραφτάκος καθισμένος με τις ώρες σε μια τόνενη καρέκλα σκυφτός με το βελόνι και τη δαχτυλίθρα στο χέρι, έραβε και ξήλωνε. Και ενώ έραβε, ή όταν σχόλναγε και κουρασμένος έπεφτε να κοιμηθεί, στον ύπνο του και στον ξύπνιο του, ο νους του ταξίδευε και πήγαινε σε μια γειτονιά, σε ένα σπίτι όπου μέσα κατοικούσε μια όμορφη κόρη που μόλις την αντίκρισε η καρδιά του σκίρτησε και σπαρτάρησε και ήθελε να σαλτάρει από το στήθος του να πάει στην καρδιά της δίπλα της να φωλιάσει και οι καρδιές τους να γίνουν μια. Ένα άγριο συναίσθημα και ένα  μαρτύριο, μια αθεράπευτη μελαγχολία και ένα τρελό καρδιοχτύπι τον κυρίευσαν, ήταν φανερά συμπτώματα ενός μεγάλου και αθεράπευτου έρωτος που φώλιασε στην καρδιά του. Ήταν η ομορφότερη κοπέλα που είδε στη ζωή του. Μια μικρούλα όλο χάρη και ομορφιά που μόλις την είδε αγάπησε τη ματιά της, το αγέρωχο ύφος, την πολίτικη εμφάνιση και την εκλεπτυσμένη Καλαμαρίστικη προφορά της. Χωρίς να την γνωρίζει, η καρδιά του άνοιξε διάπλατα και την καλωσόρισε με προσδοκία και ελπίδα. Ένιωθε τη δύναμη της αγάπης να τον παρακινεί να κατακτήσει την αιωνιότητα, να συμπορευτεί με το Θεό, ένιωθε τη σκέψη του να είναι σε παραλήρημα και μια θεία τρέλα να τον κυριαρχεί. Ναι, σίγουρα ήταν πολύ ερωτευμένος.
Ήθελε να γνωριστεί μαζί της, να της μιλήσει για την ομορφιά της, να την κάμει ταίρι του να τον περιμένει και να του ανοίγει την πόρτα στο σπίτι τους μετά τη σχόλη.
Ήξερε με σιγουριά πως τίποτα άλλο στον κόσμο ανώτερο σε αξία αγαθό δεν πλάστηκε άλλο για αυτόν, παρά μόνο αυτό.
 Ήταν η αγαπημένη του. Ήταν η Ειρήνη από τη Χίο που με τους γονείς της ήρθε διωγμένη και κατατρεγμένη μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς.
Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941 παρά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων πέτυχε, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια σκληρή κατοχή με τον Ελληνικό λαό να υποφέρει τα πάνδεινα. Η Χίος κ αυτή με τη σειρά της καταλήφθηκε το  Μάιο του 1941, και μέσα σε ένα μήνα που είχαν φτάσει οι Γερμανοί, τελείωσε το ψωμί. Η πόλη της Χίου δεινοπαθούσε κάτω από τη μπότα του κατακτητή και η μεγάλη πείνα που έπεσε στον πληθισμό, τον οδήγησαν σε μεγάλη φυγή. Χιλιάδες Χιώτες πρόσφυγες από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη επιβιβάζονταν σε βάρκες κατά τη διάρκεια της νύχτας και κατέφευγαν στην Τουρκία και στην Κυπρο, χώρες όπου δεν υπήρχε Γερμανική κατοχή. Στην Τουρκία ως σύμμαχος του άξονα, και στην Κυπρο ως Βρετανική αποικία. Στο νησί δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστοι κάτοικοι. Όλοι πήραν το δρόμο για άλλες πατρίδες ελπίζοντας να γλιτώσουν από την εξαθλίωση και την πείνα της κατοχής.
Όταν λοιπόν ο φασιστικός Ναζισμός ξεχύθηκε ενάντια σε ολόκληρη την ανθρωπότητα και έθνη ισχυρά και μεγάλα υπέκυπταν χωρίς να πολεμήσουν ή συνετρίβοντο μέσα σε λίγες μέρες, όταν πολλοί Κύπριοι έσπευδαν με πολλή προθυμία εθελοντικά να πολεμήσουν εναντίον του φασισμού, η Κύπρος ταυτόχρονα κατακλυζόταν από Έλληνες πρόσφυγες που κατέφθαναν κατά εκατοντάδες για να γλυτώσουν από τη Ναζιστική κατοχή.
Ήταν κυρίως γυναίκες με τα παιδιά τους που κατέφθαναν στο νησί με την ελπίδα βοήθειας και συμπαράστασης από τους αδερφούς Κυπρίους που με πολλή προθυμία οπωσδήποτε και από το υστέρημα τους, συνέδραμαν στην στήριξη τους.
Την μικρούλα Ειρήνη, την όμορφη κοπελίτσα με τις μακριές μπούκλες και τα μπιρμπιλωτά μάτια, μόλις την είδε ο Μιχαλής μια Κυριακή μες την εκκλησιά, ένιωσε μονομιάς το χρόνο να σταματά και ώσπου να τελειώσει η λειτουργία το βλέμμα του επίμονο και επίπονο δεν ξεκόλλησε από πάνω της, χωρίς καθόλου να διαισθανθεί ότι διέπραττε αμαρτία στον οίκο του θεού.
Από την πολλή ώρα  έπιασε το βάρος της ματιάς του η Ειρήνη, και αναστατωμένη ένιωσε και αυτηνής την καρδιά να σκιρτά. Ήταν μικρή στην ηλικία και δεν γνώριζε από αγάπες, έτσι αθώα και άδολα φώλιασε μέσα της ένα παράξενο και άγνωστο συναίσθημα που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πρωτόγνωρα και τη ματιά της να εγλωβιστεί σταθερή στην ματιά του Μιχαλή.
Έτσι με την πρωτη ματιά, ξεκίνησε το ειδύλλιο μιας μεγάλης αγάπης, ενός έρωτα δυνατού που τους έφερε κοντά και  αναπτύχθηκε και θέριεψε στις καρδιές τους. Την πρώτη φορά όταν συναπαντήθηκαν τυχαία μες το δρόμο είπασιν ένα για, τη δεύτερη κοντοστάθηκαν και αντάλλαξαν λίγα λόγια τυπικά, και την τρίτη αποφάσισαν πως έπρεπε να συναντηθούν.
Έτσι κρυφά τα απόβραδα που έπεφτε το σκοτάδι συναντιούνταν και αντάλλασαν λόγια γλυκά αγάπης και πίστης, λόγια που ήταν βάλσαμο και γλυκό γιατρικό στις ερωτευμένες καρδιές τους. Λόγια του έρωτα που αισθάνονταν θα διαρκούσε για πάντα, λόγια της αγάπης που πίστευαν ότι θα έμενε και θα άντεχε παντοτινά στο χρόνο.

ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
Ο Χαρίλαος κάθε μέρα πρωί με τη δροσιά που άνοιγε το καφενείο πριν κάνει οτιδήποτε άλλο, έφτιαχνε ένα μερακλήτικο σκέτο καφέ και καθόταν σε μια καρέκλα που την έγερνε στον τοίχο και γερμένος πάνω της αναπαυτικά, απολάμβανε την πικράδα του που του εύφραινε τον ουρανίσκο πριν τον καταπιεί. Ώσπου να τον τελειώσει κάπνιζε δυο τρία τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο, και παρακολουθούσε τους πρωινούς διαβάτες στο δρόμο να περνούν από τη μικρή πλατεία για να πάνε στις δουλειές τους. Αυτές οι λίγες στιγμές ήταν μια ευχαρίστηση που την ένιωθε στα σωθικά του και την απολάμβανε ανέμελα κάθε μέρα ανελλιπώς, πριν αρχίσουν οι σκοτούρες της ημέρας να του σκοτίζουν το μυαλό. Καμιά φορά σκεφτόταν πως χωρίς αυτή την ευχαρίστηση, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ήταν μια τελετουργία ψυχολογικής προσαρμογής από τη νύχτα στη μέρα, από το καθήσι στη σκληρή δουλειά, και από την ξεκούραση στην κούραση. Διότι ο Χαρίλαος εκτός από παραγιός στο καφενείο, ήταν σπουδαίος λακκοτρύπης, ένα επάγγελμα σκληρό και επικίνδυνο αλλά ακριβοπληρωμένο. Ήταν γρήγορος στη δουλειά του και πάντα όσοι του ανέθεταν να τους σκάψει ένα πηγάδι, στο αλακάτι που τραβούσε τη χούβελη έβαζαν άνθρωπο γρήγορο για να τον προλαβαίνει ώστε να μην καθυστερεί στο σκάψιμο.
Κάθε πρωί λοιπόν αραχτός στην γερμένη στον τοίχο καρέκλα, απολάμβανε την ήρεμη πρωινή υσηχία πριν όλοι οι χωριανοί ξυπνήσουν, και τους παρακολουθούσε αγουροξυπνημένους να ρέσσουν για να πάνε στις δουλειές τους.
Ο Αντωνής του Αλεξάνδρου ήταν ο πιο πρωινός. Στα πολλά χρόνια κανείς δεν τον ξεπέρασε, ξυπνούσε πάντα πρώτος απ όλους, πριν ο πετεινός να λαλήσει. Καβαλικεμένος στο γάιδαρο του ή καμιά φορά περπατητός, ροβολούσε την κατηφόρα που τον έβγαζε πολύ μακριά στην άκρη του χωριού προς νότο, στο χωράφι του στα Πυρομάσια. Ήταν μια περιοχή με αμμώδη  έδαφος και λιγοστό νερό που την έκαιγε ο ήλιος, με αποτέλεσμα να είναι καψογή, γι αυτό την είχαν ονοματίσει με το συνώνυμο όνομα. Όμως ο έξυπνος Αντωνής κατάφερε να ανακαλύψει το κηπευτικό που ευδοκιμούσε στην καψογή αυτή, έτσι καλλιεργούσε μόνο κρεμμύδια. Για ολόκληρες δεκαετίες τίποτα άλλο δεν φύτευε, αφού από αυτά κάθε χρόνο είχε ένα καλό εισόδημα ένεκα της μεγάλης ποσότητας που κατάφερνε να παράγει.
Ο Κρούζος ήταν ένα κοντό ανθρωπάκι που ζούσε μόνος του με τις αδερφές του. Πάντα έρεσσε περπατητός με ένα ραβδί στο χέρι για να σκοτώνει τις κουφές. Είχε μεγάλη περιουσία που ήταν φυτεμένη με αθασιές. Μόνος του μια ζωή, χωρίς να βιάζεται, περπατούσε αργά και δούλευε αργά, αργά αλλά σταθερά. Είχε καταφέρει να μαζέψει αρκετά πλούτη, που κανείς δεν ήξερε που φύλαγε. Ο Χαρίλαος σκεφτόταν τους τυχερούς συγγενείς που θα τον κληρονομούσαν, αφού τα χρόνια περάσαν και είχε μείνει πλέον γεροντοπαλίκαρο.
Ο Όμηρος ήταν γιος του Γιώρκα του τελάλη, και όσο ψηλός ήταν ο πατέρας, το ίδιο ήταν και ο γιός. Όση δυνατή φωνή που τελλάληζε είχε ο Γιώρκας, την ίδια είχε και ο Όμηρος, που άμα έβαζε τις φωνές στον γιο του Μιχαλή, όλη η γειτονιά που τον άκουγε στεναχωριόταν την δεινή θέση του μικρού παιδιού. Το σπίτι τους ήταν πίσω από το καφενείο δίπλα στην κεντρική πλατεία, και κάθε πρωί ξυπνώντας πρώτος ο Όμηρος, με ένα ψηλό σάλτο πηδούσε τον τοίχο που χώριζε τις αυλές, και με τη δυνατή φωνή του παράγγελνε τον καφέ του στο Χαρίλαο. Ύστερα ο Χαρίλαος έβλεπε τον Μιχαλή να περνά με το ποδήλατο του, που πρώτος πήγαινε στο Κτήμα στην οδό Φελάχογλου για να ανοίξει το ραφτάδικο, να το καθαρίσει και να το σιγυρήσει.
Ο Μιχαλής ήταν γιος και μαθητευόμενος του Όμηρου που ήταν φημισμένος ράφτης της Πάφου, και από μικρό παιδάκι δεν είχε ζήσει ούτε γνωρίσει άλλη ζωή πέραν της οικογενειακής, αφού μέρα νύχτα ήταν σπίτι και δουλειά. Γι αυτό όταν στη γειτονιά του μετακόμισε η όμορφη προσφυγοπούλα την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένα ειδύλλιο αγνό δύο νέων που όποτε συναντιόνταν αντάλλασσαν όρκους έρωτος και παντοτινής αγάπης που όσο ο καιρός περνούσε, αντί η αγάπη να μερεύει, θέριευε και γινόταν πιο δυνατή.
Ο Χαρίλαος τους παρακολουθούσε αυτή τη μεγάλη αγάπη να συμβαίνει, λυπόταν τα νεαρά παιδιά, γιατι ήξερε πως ο σκληρός Όμηρος δεν θα άφηνε το γιο του να παντρευτεί μια προσφυγοπούλα  φτωχή και άκληρη. Ήξερε πως είχε μεγάλα σχέδια για τον κανακάρη του, ήξερε ότι είχε είδη αποφασίσει με ποιαν χωριανή κόρη πλούσια θα τον πάντρευε. Για αυτό όταν ηρθε η ώρα που οι συγγενείς της όμορφης Ειρήνης θεώρησαν σωστό να τους αρραβωνιάσουν, ρώτησαν τον νεαρό Μιχαλή τι σκεφτόταν να κάμει. Βεβαίως ο Μιχαλής τους είπε για τους αγνούς σκοπούς του, και βεβαίως τους υποσχέθηκε πως θα έλεγε στον κύρη του να πάει να τους τη γυρέψει.
Με ένα μεγάλο φόβο απέναντι του που ήξερε την σκληρότητα του, αλλά με μια μεγάλη τόλμη στην καρδιά από τον μεγάλο έρωτα του, πήγε και του μίλησε.  
Και είπε στον κύρη του για την αγαπημένη του, του εξήγησε πόσο πολύ την αγαπούσε και ότι δίχα της δεν μπορούσε, και τον παρακάλεσε οπωσδήποτε να πάει να την γυρέψει για γυναίκα του.

Ο Όμηρος ήταν ένας σκληρός άνθρωπος που ένεκα της φτώχειας που βίωνε από μικρό παιδί με τους γονείς του και με την οικογένεια που είχε δημιουργήσει ύστερα που μεγάλωσε, είχε καταντήσει μονόχνωτος και πεισματάρης, και όλα τα έβλεπε με τη σκοπιά του συμφέροντος τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένεια του που την διαφέντευε όπως το ίδιο γνώρισε από τον πατερά του. Δεν είχε συναισθηματισμούς, ούτε πίστευε σε αγάπες άλλες εκτός από τα χρήματα που ήταν απαραίτητα για τη διαβίωση τους.
Έτσι λοιπόν δεν λογάριασε τη θέληση του γιου του, ούτε ενδιαφέρθηκε για τον πόνο που του προκάλεσε. Αρνήθηκε με μια μόνο κουβέντα, λέγοντας του ότι τον είχε παντρολογήσει με άλλη, και σαν γιος έπρεπε να υπακούσει στον πατέρα. Δεν φώναξε, δεν έδωσε άλλες εξηγήσεις, αλλά στον Μιχαλή ήταν καθαρή η άρνηση, μια άρνηση που δεν σήκωνε συζήτηση. Ήξερε καλά τον πατέρα του, δυστυχώς του είχε πάρει από μικρό παιδί τον αέρα. Ζούσε υπό  απόλυτη υπακοή γιου προς πατέρα, σε σημείο ψυχολογικής τρομοκρατίας και αυταρχικότητας. Ήταν μια αμετάκλητη προσταγή που όφειλε να υπακούσει, μια τελεσίδικη απόφαση. Ούτε του πέρασε στο νου να διαφωνήσει, να αρνηθεί, ή να διαμαρτυρηθεί. Έμεινε σαν χάνος σιωπηλός με μόνη σκέψη πως δεν θα άντεχε τόσο πόνο, πως δεν θα μπορούσε άλλο να ζήσει, ναι, ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε άλλο να ζήσει.

Πέρασαν μέρες και μήνες, ηρθε ο καιρός που ο πόλεμος στην Ελλάδα με τους Γερμανούς τέλειωσε και οι πρόσφυγες θα γύριζαν στην πατρίδα τους. Οι γονείς της όμορφης Χιώτισσας που με ευχαρίστηση δέχτηκαν την άρνηση για το παντρολόγημα της αφού τώρα θα την έπαιρναν μαζί τους πίσω στο νησί τους και δεν θα την αποχωρίζονταν, ετοίμασαν τα πράγματα τους, και ένα καλό πρωινό μπήκαν στο λεωφορείο της γραμμής και ξεκίνησαν για το λιμάνι του Βαρωσιού όπου από εκεί θα έπαιρναν το πλοίο του επαναπατρισμού.
Ο Χαρίλαος από την αυλή του καφενείου τους αποχαιρέτησε, και στεναχωρημένος σκέφτηκε την τόση απονιά του Όμηρου, σκέφτηκε και λυπήθηκε τον Μιχαλή που από εκείνη την ημέρα της άρνησης του πατέρα του, είχε μαράνει και το χαμόγελο του χάθηκε, ενώ το μαράζι ήταν καθημερινά αποτυπωμένο στην έκφραση του. Σκεφτόταν πως αν ήταν στη θέση του, χωρίς δισταγμό θα παντρευόταν αυτήν που αγαπούσε, και λογαριασμό στον άκαρδο πατέρα δεν θα έδινε. Σκεφτόταν όμως και καταλάβαινε και του έβρισκε κάποιο δίκιο, πως ο Μιχαλής νεαρό παιδί ακόμα, δεν γνώρισε τη ζωή, δεν γνώρισε τον ντουνιά, ήταν μόνο μαθημένος στις προσταγές του κυρού του.
Όταν το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή του δρόμου, από την απέναντι μεριά φάνηκε ο Μιχαλής να σπρώχνει το ποδήλατο του με κόπο, και έτοιμος να καταρρεύσει από τη στεναχώρια, στάθηκε εμπρός στον Χαρίλαο και με φωνή ξεψυχισμένη τον ρώτησε, -τι να κάνει τώρα.
Ο Χαρίλαος χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες, αυθόρμητα του έβαλε μια φωνή δυνατή και του είπε προσταχτικά να τρέξει να προλάβει την αγαπημένη του, και να μην λογαριάσει κανένα. Ήταν μια συμβουλή που βγήκε μόνη της από εντός του, που ήξερε πως αν τον άκουγε ο Μοίροςθα του κακοφαινόταν πολύ, αλλά που γνώριζε ότι ήταν η αλήθεια της καρδιάς, η αληθινή και η σωστή που αν ο νεαρός την άκουγε τα πράγματα θα έπαιρναν άλλη τροπή και η μοίρα του θα διαγραφόταν αλλιώς. 

Όπως να του συνέβη ηλεκτροσόκ, το μυαλό του νέου με μιας φωτίστηκε από μια αόρατη δύναμη, και ένιωσε μια επιφώτιση σαν από το Άγιο πνεύμα, να του καθαρίζει το μυαλό και να του εμφυτεύει αποφασιστικά καινούργιες ιδέες και αντιλήψεις, ένιωσε να αποχτά εσωτερική δύναμη, αυτήν της αγάπης που όλα τα υπερνικά, που του ξεκαθάρισε το μυαλό και του έδωσε αμετάκλητα την ιδέα πως έτσι έπρεπε να κάμει.
Μεμιάς η ψυχή του ξαλάφρωσε και μια ανακούφιση αισθάνθηκε να τον ημερεύει, ενώ απόλυτα γαλήνιο το μυαλό του άρχισε να καταστρώνει τα επόμενα του βήματα. Με μια έκφραση ανακούφισης που του φώτιζε πλέον το σκοτεινιασμένο πρόσωπο, ευχαρίστησε τον Χαρίλαο για την καλή συμβουλή, και με ένα δυνατό σάλτο καβαλίκεψε το ποδήλατο του και χάθηκε σαν καπνός στη στροφή του δρόμου.
Ο Χαρίλαος έμεινε σκεφτικός να ατενίζει την άδεια στροφή, αλλά είχε μια θετική σκέψη, ήξερε πως έδωσε μια σωστή συμβουλή που θα επηρέαζε και θα άλλαζε τη ζωή του νεαρού Μιχαλή ολόκληρη. Μια συμβουλή που του βγήκε αυθόρμητη, αλλά που με τα δικά του κριτήρια πίστευε πως ήταν σωστή, και γι αυτό ένιωθε ευχαριστημένος.

ΣΤΑ ΒΑΡΩΣΙΑ
Ο Όμηρος φτάνοντας έξω από το ραφτάδικο το βρήκε  ερμητικά κλειστό και τους οκτώ βοηθούς να στέκουν να περιμένουν απ έξω. Ο Μιχαλής δεν είχε έρθει να ανοίξει όπως έκανε κάθε μέρα ανελλιπώς που ερχόταν πιο πρωινός απ όλους και ξεκλείδωνε το μαγαζί. Το συγύριζε και μετά ένας ένας που έρχονταν οι βοηθοί, τους ανέθετε μέρος της καθημερινής εργασίας. Τελευταίος ερχόταν ο πατέρας του με ένα ταξί που σταματούσε απ έξω και κατέβαινε καμαρωτός και ευθυτενής. Με ένα βαριεστημένο καλημέρα χαιρετούσε τους βοηθούς και αφού με ένα γρήγορο βλέμμα επιθεωρούσε το εσωτερικό περιβάλλον, καθόταν σε μια καρέκλα που ήταν αφημένη επί σκοπού γι αυτόν, έξω στην πόρτα στο στενό καλντερίμι και απολάμβανε έναν δεύτερο καφέ, τον πρώτο στο μαγαζί, που του έφτιαχνε ένα από τα παραπαίδια.
Βρήκε λοιπόν την πόρτα κλειστή, και το ύφος του άλλαξε. Ήταν μια κατάσταση που δεν έπρεπε να συμβεί, στα τόσα χρόνια που είχε το ραφτάδικο υπήρχε τάξη και σειρά, καμιά φορά δεν έμεινε κλειστό το μαγαζί πριν την ώρα του. Το είχε καμάρι γιατι πάντα άνοιγε πρώτος και οι άλλοι μαγαζάτορες είχαν αποδεχτεί την κατάσταση πως ήταν ο πρώτος νοικοκύρης της πόλης.
Αντί ο νους του να πάει στο κακό μήπως κάτι συνέβηκε στο γιο του, μέσα του νευριασμένος και φουρτουνιασμένος, σκεφτόταν πως αυτή η κατάσταση ήταν ανεπίτρεπτη και πως ο Μιχαλής αδικαιολόγητα άργησε στο καθήκον της εργασίας που του είχε ανατεθεί, και πως έπρεπε να τιμωρηθεί . Δεν έπρεπε να παραβλέψει το γεγονός άσχετα αν δεν ήταν σοβαρό, έπρεπε να πέσει πέλεκυς τιμωρίας για παραδειγματισμό και αποφυγήν επαναλήψεως αμέλειας προς το καθήκον. Έπρεπε όλοι οι εργαζόμενοι, προ πάντων ο γιος του, να κατανοήσουν τη σπουδαιότητα και τη σοβαρότητα της αφοσίωσης στην εργασία τους, ώστε τοιουτοτρόπως να έχουν επιτυχία μελλοντικά στην εξάσκηση του επαγγέλματος τους.
Πολύ θυμωμένος καθώς ήταν, πρόσταξε έναν από τους βοηθούς να του φτιάξει ένα διπλό καφέ ελπίζοντας πίνοντας τον να του κάτσουν τα νεύρα, ώστε να μπορέσει αντί για θυμό στο γιο του, να του απαγγήλει πατρικό λόγο και να του εξηγήσει πόσο σημαντικό παράπτωμα είναι η παραμέληση καθήκοντος εργασίας. 

Εκείνη η μέρα έμεινε αξέχαστη στον αυστηρό και σκληρό πατέρα. Ενώ περίμενε το γιο του και είχε σχεδιάσει ολόκληρο λόγo μετά παραινέσεων να του αναπτύξει, είδε με περιέργεια ένα ταξί να σταματά εμπρός του και από μέσα να κατεβαίνει ο Μιχαλής. Στην αρχή σκέφτηκε μήπως χάλασε το ποδήλατο του, αλλά κοιτάζοντας τον, είδε ξαφνιασμένος στο πρόσωπο του έναν άλλο άνθρωπο, δεν έμοιαζε στο γιο του, είχε μόνο η μορφή του. Δεν έμοιαζε με το υπάκουο παλικάρι που γνώριζε έως τώρα, ούτε έδειχνε να έχει τον καθιερωμένο σεβασμό στη στάση του προς αυτόν, παρά έβλεπε ένα νεαρό με σκληρή έκφραση αποτυπωμένη στο ύφος του που έδειχνε να προέρχεται από εντός του και να του σκιάζει το πρόσωπο, ενώ μια αποφασιστικότητα αναδυόταν από το σταθερό του βλέμμα που φέγγιζε το είναι του χωρίς να αφήνει περιθώρια αντίρρησης. Ήταν η γενική του δείξη ένδειξη αποφασισμένου ανθρώπου που πριν ακόμα μιλήσει, άφηνε τη σφραγίδα μιας αμετάκλητης απόφασης.
Μη δυνάμενος από το σάστισμα να αρθρώσει λέξη, αντί να απαγγήλει το λογύδριο που είχε συντάξει στο μυαλό του, έμεινε αποσβωλομένος να ακούει το γιο του να του αποτείνει αυστηρό και τελεσίγραφο λόγο για τις προθέσεις του και τις αποφάσεις του.
Οσο αυταρχικός και σκληρός πατέρας κι αν ήταν, καταλάβε ότι τα όρια της αυστηρότητας του εξαντλήθηκαν, γι αυτό μεμιάς μαλάκωσε και ημέρεψε. Δεν ήθελε να χάσει το γιο του, μπορεί να ήταν πολύ σκληρός απέναντι του, αλλά τον αγαπούσε και τον είχε καμάρι. Θα ήταν ο συνεχιστής του ονόματος του και της επιχείρησης του. Τα σχέδια τα μεγάλα που είχε γι αυτόν, δεν ήταν μόνο ένα καλό παντρολόγημα με μια πλούσια νύφη, αλλά και η προώθηση του για να καταλήξει ο καλύτερος ράφτης με μεγάλη φήμη στην κοινωνία. Γνώριζε το χαρακτήρα του, και κατάλαβε ότι θα έφευγε και θα  τον έχανε αν δεν συναινούσε. Ήξερε πόσο του έμοιαζε, καταλάβαινε πως είχε πάρει μια μεγάλη απόφαση που δεν θα την άλλαζε ούτε με θυμό, ούτε με απειλές, ούτε με καλοπιάσματα. Γι αυτό όταν τον άκουσε, δεν αντιμίλησε, ούτε μίλησε. Κοίταξε αν είχε χρήματα στο πορτοφόλι, άνοιξε την πίσω πόρτα του ταξικού την έγνεψε στο γιο του να περάσει μέσα, ακολούθως άνοιξε την μπροστινή και κάθισε κι αυτός, λέγοντας στον ταξιτζή να ξεκινήσει για το Βαρώσι.

Η πόλη των Βαρωσίων ήταν στην άλλη άκρη της Κύπρου, και χρειάζονταν πολλές ώρες να φτάσει εκεί το ταξί. Ο ταξιτζής τους χρέωσε πέντε λίρες, και τους άφησε έξω από την πύλη του Τράνσιτ. Το Τράνσιτ ήταν ένας κάμπος περιφραγμένος με συρματόπλεγμα ίδιο με στρατόπεδο που το χρησιμοποιούσε ο Αγγλικός Αποικιοκρατικός στρατός κατά καιρούς για να φιλοξενεί είτε πρόσφυγες, είτε αιχμαλώτους. Πριν λίγο καιρό φιλοξενούσε τους Εβραίους μέχρι την μεγάλη τους έξοδο προς την Παλαιστίνη, τώρα φιλοξενούσε τους πρόσφυγες εξ Ελλάδος ώσπου να ετοιμαστεί το βαπόρι στο λιμάνι για να τους μεταφέρει πίσω στην πατρίδα.
Εξήγησαν στο φρουρό το λογο της επίσκεψης τους, και αυτός τους παρέπεμψε στον αξιωματικό υπηρεσίας ο οποίος με περισσή ευγένεια τους βοήθησε ανάμεσα στις εκατοντάδες των προσφύγων να συναντησουν αυτούς που γύρευαν και επίσημα να ζητήσουν την κόρην τους σε γάμο.

Το μυστήριο του γάμου τελέστηκε στο εκκλησάκι του κάμπου με διακόσιους κουμπάρους και κουμέρες, αφού σύσσωμη η προσφυγική κοινότητα συμπαραστάθηκε στη μεγάλη χαρά των νεόνυμφων και ύστερα παραταγμένοι σε μια μεγάλη σειρά κουνώντας μαντήλια, τους ξεπροβόδισαν ως το λεωφορείο της γραμμής που θα τους οδηγούσε πίσω στην Πάφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου